Ο ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: Η ανεπάρκεια της πολιτικής, ο διασυρμός της Ελλάδας, καθώς επίσης οι προσβολές στην υπερηφάνεια και στην αξιοπρέπεια των Ελλήνων, προδιαγράφουν επικίνδυνες κοινωνικές εκρήξεις, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, συζητείται «προσβλητικά» η αναγκαιότητα ενός νέου «πακέτου διάσωσης» για την Ελλάδα, ύψους 100 δις € - χωρίς φυσικά κανένας να επισημαίνει ότι, ποτέ καμία χώρα (όπως και καμία επιχείρηση) δεν κατάφερε να επιβιώσει, στηριζόμενη στο δανεισμό. Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε σωστό να αναφέρουμε ότι, το ποσόν που τελικά θα χρειαστεί η Ελλάδα, εάν συνεχιστεί ο «πιστωτικός πόλεμος» εναντίον της, δεν θα είναι λιγότερο από το ληξιπρόθεσμο δημόσιο χρέος της, με «ορίζοντα» το 2014, συν τα νέα ελλείμματα του προϋπολογισμού της – δηλαδή, περί τα 300 δις € στην καλύτερη περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων βέβαια των «εγκεκριμένων» 110 δις €.
Η αιτία είναι αφενός μεν η αδυναμία της να δανεισθεί από τις «αγορές», για όσο χρονικό διάστημα οι «εταίροι» της «βάλλουν» με κάθε μέσον εναντίον της, («γκρεμίζοντας» την πιστοληπτική της ικανότητα, πόσο μάλλον όταν η λειτουργία ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος στηρίζεται στην εμπιστοσύνη), αφετέρου η ακολουθούμενη «υφεσιακή» πολιτική του ΔΝΤ – η οποία, σε συνδυασμό με την τεράστια απαισιοδοξία που καλλιεργείται (σκόπιμα;) σε όλους τους Έλληνες, είναι αδύνατον να την επαναφέρει στην ανάπτυξη.
Εκτός αυτών, η εντελώς ανεπαρκής διαχείριση της χώρας εκ μέρους της κυβέρνησης της, η οποία «θέλει αλλά δεν μπορεί» - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει εμφανής εναλλακτική λύση διακυβέρνησης της Ελλάδας, ειδικά όταν η αντιπολίτευση αφενός μεν μάλλον «απεύχεται» την εξουσία, αφετέρου δεν επιλέγει την «απελευθέρωση» της χώρας από τα δεσμά των «συνδίκων του διαβόλου», αλλά την απλή «αναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου υποτέλειας (ενώ ουσιαστικά συμφωνεί «σύσσωμη» με την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας).
Στα πλαίσια αυτά, εάν η χώρα μας δεν απαιτήσει τον διαχρονικό δανεισμό της με χαμηλά επιτόκια (ύψους 1,25%) εκ μέρους του μηχανισμού στήριξης (EFSF), έτσι ώστε να συνεχίσει να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της χωρίς αναδιάρθρωση ή διαγραφή χρεών (αφού δεν μπορεί να καταφύγει στις αγορές, μεταξύ άλλων λόγω του απίστευτου διασυρμού της από τους ίδιους τους εταίρους της), παράλληλα με τον συμψηφισμό των οφειλών της Γερμανίας απέναντι της, δεν πρόκειται να αποφύγει το μοιραίο (το οποίο ουσιαστικά προγραμματίζεται έτσι ώστε, η μελλοντική χρεοκοπία της χώρας μας να μην προκαλέσει τη διάλυση της Ευρωζώνης, καθώς επίσης την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ολόκληρου του πλανήτη).
Από την άλλη πλευρά, εάν η Ελλάδα δεν αναδιοργανώσει άμεσα την Οικονομία της, η οποία δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ποτέ κάτω από τις τραγικές συνθήκες γραφειοκρατίας, ανομίας, ατιμωρησίας, δυσλειτουργίας του δημοσίου κλπ. που επικρατούν, επιλύοντας σωστά το πρόβλημα του αρνητικού ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της (παράγοντας περισσότερα από όσα καταναλώνει), χωρίς φυσικά να εκποιήσει τις κοινωφελείς και τις στρατηγικές επιχειρήσεις της, δεν πρόκειται να αποφύγει τη χρεοκοπία, όσα δάνεια και αν πάρει.
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, το κεντρικό μας πρόβλημα δεν είναι τόσο ο αριθμός των εργαζομένων στο δημόσιο, αφού ευρίσκεται περίπου στο μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά η εξαιρετικά ελλειμματική «ποιότητα» των υπηρεσιών που παρέχει, ταυτόχρονα με τα απίστευτα εμπόδια που τοποθετεί στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της χώρας – στις επιχειρήσεις δηλαδή. Απλά και μόνο η αναμόρφωση της φορολογικής νομοθεσίας, η οποία δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τις 50 σελίδες, θα αύξανε το ΑΕΠ της Ελλάδας τουλάχιστον κατά 10% (τα δημόσια έσοδα επίσης).
Ολοκληρώνοντας, οι απίστευτες επιθέσεις στην Ελλάδα εκ μέρους τόσο της τευτονικής Γερμανίας (ειδικά όταν απαιτούμε τις πολεμικές αποζημιώσεις), όσο και των Η.Π.Α. (εταιρείες αξιολόγησης κλπ.), θυμίζουν αρκετά την σκόπιμη «ανάφλεξη» ενός πυροτεχνήματος – με στόχο να επικεντρωθούν στη χώρα μας «τα μάτια του κόσμου», μακριά από τα πραγματικά προβλήματα της δύσης (των Η.Π.Α. δηλαδή, της Ευρωζώνης, της Fed και της ΕΚΤ).
Σε σχέση τώρα με τον ψυχρό πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, ο οποίος μας απειλεί τα μέγιστα, παραθέτουμε ένα παλαιότερο άρθρο μας, από τον Απρίλιο του 2009:
ΕΛΛΑΔΑ
Η ιδανική υποψήφια χώρα για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων «εταίρων» της Ευρωζώνης - κατάχρηση εσπόζουσας θέσης ή μήπως μία δίκαιη απόφαση για την υπεράσπιση του ευρώ; (8. Απριλίου 2009)
Ο μεγαλύτερος εχθρός του δολαρίου, αυτός που χωρίς καμία αμφιβολία απειλεί με αξιώσεις την παγκόσμια κυριαρχία του, είναι το επίσημο νόμισμα της ΕΕ, το Ευρώ. «Μία τυχόν απειλή εκτοπισμού του δολαρίου από το ευρώ, θα πυροδοτούσε σοβαρή σύγκρουση ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες», γράφει χαρακτηριστικά ο αμερικανός διεθνολόγος R. Gilpin.
Από την άλλη πλευρά, ο μεγαλύτερος εχθρός του Ευρώ, αυτός που «εκ των έσω» απειλεί τη διαφαινόμενη μελλοντική κυριαρχία του, είναι η ενδεχόμενη απώλεια της συνοχής των χωρών της ΕΕ που διαθέτουν ήδη το κοινό νόμισμα - δευτερευόντως η μη τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας των οικονομιών κάποιων μελών της (ελλείμματα προϋπολογισμών άνω του 3% - μείωση των δημοσίων χρεών σε σχέση με το εκάστοτε ΑΕΠ). Πιθανότατα, με απώτερο στόχο την αποσταθεροποίηση του ευρώ, «υποκινούνται» πολύ έξυπνα ακόμη και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που δεν το έχουν ακόμη υιοθετήσει (από το ΔΝΤ - βλ. Η.Π.Α., με αφορμή την «οικονομική κρίση»), να συμπεριληφθούν επειγόντως στην Ευρωζώνη, ανεξάρτητα από το εάν πληρούν τα κριτήρια ή όχι. Φυσικά, πολύ σωστά, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών απέκλεισε αμέσως το ενδεχόμενο αυτό, για το οποίο «πιέσθηκε» πρόσφατα από την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Οι χώρες τώρα της Ευρωζώνης που παρουσιάζουν ήδη μεγάλα προβλήματα στους παραπάνω δείκτες οικονομικής ευρωστίας, είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία. Η Ιταλία όμως, η μοναδική που έχει μεγαλύτερο χρέος από εμάς σε σχέση με το ΑΕΠ της, είναι μεγάλη χώρα, συμμετέχει στην Παγκόσμια Κυβέρνηση (G20) και ο πολιτικός ηγέτης της είναι πολλαπλά ισχυρός (ΜΜΕ κλπ). Επομένως, δεν μπορεί να «ενοχληθεί» σοβαρά σε σχέση με την μη τήρηση του Συμφώνου, ενώ η Ισπανία προστατεύεται σχετικά από τη Γερμανία και η Ιρλανδία από την Αγγλία, για διάφορους ειδικούς λόγους. Με δεδομένη πλέον
(α) τη σπουδαιότητα του ευρώ για την Ευρώπη και ειδικά για τη Γερμανία (για την οποία ήταν ανέκαθεν προτεραιότητα το ισχυρό ευρώ, σε αντίθεση με τη Γαλλία, για την οποία προηγείται η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγικών προϊόντων της και η χαμηλή ανεργία – ο «γαλλογερμανικός άξονας» έχει αρκετά κοινά, αλλά ακόμη περισσότερες διαφορές), καθώς επίσης
(β) σε συνδυασμό με τη έμφυτη συνήθεια της Γερμανίας να τιμωρεί κάποιους για παραδειγματισμό (όπως πρόσφατα έκανε με τον Πρόεδρο των γερμανικών ταχυδρομείων κύριο K. Zumwinkel, προσωπικό φίλο της κυρίας Merkel),
η ιδανική «υποψήφια χώρα» για παραδειγματισμό των υπολοίπων δεν είναι άλλη από την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν, η χώρα μας τοποθετήθηκε στο στόχαστρο της Γερμανίας, όπως συμπεραίνεται, μεταξύ άλλων, από πρόσφατο άρθρο (06.04.09) τουSpiegel. Στο κείμενο αυτό η χώρα μας εξευτελίζεται στην κυριολεξία, ήδη από τον υπότιτλο: «Η Αθήνα ευρίσκεται πριν από τη χρεοκοπία, παρά το ότι η οικονομική κρίση δεν έχει ακόμη ξεσπάσει στη χώρα, με ολόκληρη τη μανία της. Τώρα εκδικείται η αδυναμία αλλαγής».
Μέσα στο άρθρο διακωμωδείται ατυχώς ένας κυβερνητικός Γενικός γραμματέας της χώρας μας, «προβάλλεται» ένας επιχειρηματίας που δεν πληρώνεται από το Ελληνικό Δημόσιο, γίνεται ειδική μνεία σε υπάλληλο που εργάζεται ανεπίσημα, με μισθό 2.000 € μηνιαία, αναφέρεται ποσοστό ανεργίας 9,9% για το 2009 (22,3% για την ηλικία 15-24), συγκρίνεται το δημόσιο χρέος ανά άτομο με το ΑΕΠ και πολλά άλλα. Κάπου υπάρχει βέβαια μία αδιόρατη ζηλοφθονία για τον ελεύθερο, ισορροπημένο και χαρούμενο τρόπο ζωής μας, αλλά φυσικά αντιμετωπίζεται μόνο από την αρνητική του πλευρά. Προφανώς, πολύ σωστά, το περιοδικό δεν θα ήθελε με κανέναν τρόπο να «σκανδαλίσει» τους Γερμανούς αναγνώστες του ή να «υπονομεύσει» τον καταναγκαστικό, αφόρητα καταπιεστικό τρόπο ζωής τους.
Είναι όμως ωφέλιμη ή επιβλαβής η «στοχοποίηση» της χώρας μας για την Ευρώπη και το κοινό μας νόμισμα; Είναι δίκαιη ή άδικη; Μπορούμε να αντιπαρατεθούμε με επιτυχία στην επίθεση που δεχόμαστε, αντιστρέφοντας το «παιχνίδι»; Σε τελική ανάλυση, μπορούμε μήπως να τεκμηριώσουμε ότι, τουλάχιστον στην περίπτωση της χώρας μας, η Γερμανία κάνει κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην Ευρώπη;
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε διαδοχικά σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα (επιφυλασσόμενοι, όπως πάντοτε, για τυχόν «συνειρμικά σφάλματα», λάθη ή παραλείψεις), ξεκινώντας από τη γενικότερη σημασία του «αποθετικού» νομίσματος στη διεθνή οικονομική σκηνή, μέσα από το πρόσφατο (G20) παράδειγμα των Η.Π.Α.
Όπως γνωρίζουμε, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου του Bretton Woods το 1944, αποφασίσθηκε μεταξύ άλλων ησύνδεση του δολαρίου με το χρυσό, ενώ όλων των υπολοίπων δυτικών νομισμάτων με το δολάριο, με σταθερές αλλά ευέλικτες ισοτιμίες (μέγιστη επιτρεπόμενη απόκλιση συν/πλην 10% από το δολάριο και κατ’ επέκταση από το χρυσό). Για το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα που συστάθηκαν τότε, για τον αρχικό θετικότατο ρόλο τους, καθώς επίσης για την εξέλιξη τους όταν «χρησιμοποιήθηκαν» επεκτατικά από τις Η.Π.Α. (Νότια Αμερική, δικτατορίες, Τράπεζα του Νότου κλπ) θα επανέλθουμε σε κάποιο άλλο άρθρο μας, αφού η Ευρώπη δεν μπορεί παρά να στηριχθεί στη δική της Ευρωπαϊκή Τράπεζακαι στο δικό της Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (Ταμείο συνοχής).
Το σύστημα λειτούργησε για αρκετά χρόνια ικανοποιητικά, κάτω από τις τότε συνθήκες κλειστών χρηματοπιστωτικών αγορών, συνοριακού ελέγχου της διακίνησης κεφαλαίων, πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων επένδυσης χρημάτων ή δανειοδότησης από το εξωτερικό, εθνικές οικονομίες κλπ. Στη συνέχεια, όταν οι Η.Π.Α. ήλθαν αντιμέτωπες με το πρόβλημα του στασιμοπληθωρισμού (άνοδος της ανεργίας και του πληθωρισμού ταυτόχρονα), το Bretton Woods «αυτοακυρώθηκε». Οι Η.Π.Α. ανακοίνωσαν δηλαδή ότι καταργούν μονομερώς τον κανόνα του χρυσού και επέβαλλαν μία επιβάρυνση 10% επί τω εισαγωγών στη χώρα τους, μέχρι να επιτύχουν μία ικανοποιητική υποτίμηση του δολαρίου και να λύσουν πληθωριστικά το πρόβλημα τους χρέους τους (όπως και σήμερα), την αδυναμία εξαγωγών και τον περιορισμό των εισαγωγών.
Με τη συμφωνία τώρα του 1971 οι υπόλοιπες χώρες αποδέχθηκαν τελικά να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους και άλλαξε το διεθνές νομισματικό σύστημα (αντί δηλαδή να βασίζεται στο χρυσό και σε καθορισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες, βασιζόταν πλέον σε κυμαινόμενες). Αυτό το γεγονός
(α) οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην μέχρι σήμερα μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, βασισμένη στα χρέη «χωρίς αντίκρισμα» κατά το πρότυπο των Η.Π.Α., αφού αναιρέθηκε ο κανόνας του χρυσού,
(β) στη σημερινή «χρηματοπιστωτική κρίση» και στον πρώτο παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, ο οποίος ευρίσκεται σε εξέλιξη.
Περαιτέρω, λίγο πριν από την G20 του Λονδίνου, πολλές χώρες επιτέθηκαν στο δολάριο, προτείνοντας την «αναβίωση» του καλαθιού νομισμάτων, αποτελούμενου από δολάριο, γεν, αγγλική λίρα και ευρώ. Το γεγονός αυτό ήταν ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος με τον οποίο ήλθαν μέχρι σήμερα αντιμέτωπες οι Η.Π.Α. και ο οποίος τελικά αποφεύχθηκε, επιλυόμενος κατ’ ιδίαν, πίσω από «κλειστές πόρτες». Δεν έγινε παραδόξως καμία δημόσια συζήτηση ή δήλωση και το θέμα «ξεχάστηκε», κάτι που επιτρέπει την άποψη πως οι Η.Π.Α. προσέφεραν «ικανά» ανταλλάγματα. Ίσως έτσι να εξηγείται η περίεργη «σιωπή» του αμερικανού προέδρου στο τέλος της συνόδου, η ανάληψη της ευθύνης για την κρίση από τον ίδιο και τις Η.Π.Α., η «αποχή» της Ρωσίας, η στήριξη της Ιαπωνίας, καθώς επίσης η αυστηρότητα της Κίνας, η οποία απαίτησε εξωτερικό έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στη θέση του συνήθη αυτοέλεγχου.
Θεωρούμε ότι ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις Η.Π.Α., επειδή είναι γνωστό πως «Όσο αυξάνεται ο όγκος των συναλλαγών που γίνονται με το νόμισμα μίας συγκεκριμένης χώρας, τόσο αυξάνονται και τα κέρδη της, καθώς επίσης η διεθνής ανταγωνιστικότητα που απολαμβάνουν τόσο οι τράπεζες, όσο και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της εν λόγω χώρας». Η ενδεχόμενη λοιπόν αντικατάσταση του δολαρίου θα ήταν ένα καίριο χτύπημα για την αμερικανική οικονομία, η οποία στηρίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα. Όλα όσα απαίτησαν οι Ευρωπαίοι, όπως για παράδειγμα ο αυξημένος έλεγχος των τραπεζών, θα ήταν περιττά εφ όσον (ακόμη και αν απλά μειωνόταν η σημασία του δολαρίου σαν αποθεματικό νόμισμα) θα γκρεμιζόταν κυριολεκτικά ολόκληρη η αμερικανική οικονομία.
Οι Η.Π.Α. πλέον, έχοντας εν πρώτοις αποφύγει τον τεράστιο κίνδυνο, δεν μπορεί παρά να θελήσουν να μην επαναληφθεί κάτι τέτοιο στο μέλλον, παίρνοντας τα μέτρα τους. Πιστεύοντας τώρα ότι, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, με τα τεράστια προβλήματα της αγγλικής λίρας και του ιαπωνικού γεν, μόνο το Ευρώ είναι ο «εχθρός», οτιδήποτε θα μείωνε την ισχύ του θα ήταν δώρο για τους Αμερικανούς και ζημία για τους Ευρωπαίους.
Κατ’ επέκταση, φαίνεται εν πρώτοις δίκαιη η θέση της Ευρώπης απέναντι μας, αφού κυρίως εμείς μπορούμε να «υπονομεύσουμε» την εγκαθίδρυση του Ευρώ σαν παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος στη θέση του δολαρίου και την εξ αυτής τεράστια ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού «βραχίονα» της ΕΕ (οπότε και του ΑΕΠ της).
Θα μπορούσε όμως να αντικατασταθεί σήμερα το δολάριο από το ευρώ και άραγε να δικαιολογηθεί η βιασύνη της Γερμανίας να «αποκαταστήσει την τάξη», στοχοποιώντας τη χώρα μας για παραδειγματισμό των υπολοίπων κρατών-μελών της ΕΕ; Πιστεύουμε πως όχι, για τους παρακάτω μερικούς λόγους:
(α) Το ευρώ θα μπορούσε κάποτε να αντικαταστήσει το δολάριο στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές, μόνο εάν ηΕυρώπη δημιουργήσει μία ολοκληρωμένη και αποτελεσματική χρηματοοικονομική αγορά. Αυτό είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα συμβεί, ενώ σίγουρα όχι στο κοντινότερο μέλλον.
(β) Εάν η ΕΕ ήταν ένας «άριστος νομισματικός χώρος», θα μπορούσε να υπάρξει η προοπτική. Αναλυτικότερα, εάν οι τιμές και οι μισθοί στα κράτη-μέλη της ανέβαιναν και έπεφταν συγχρόνως, όταν μεσολαβούσε κάποια αλλαγή στις οικονομικές συνθήκες (κάτι που προϋποθέτει πλήρη κινητικότητα του Κεφαλαίου και των Εργαζομένων μεταξύ όλων των χωρών), τότε θα μιλούσαμε για άριστο νομισματικό χώρο.
Η ΕΕ, χωρίς καμία περαιτέρω αναφορά, φαίνεται καθαρά ότι δεν συνιστά τέτοιο χώρο, αφού της λείπουν και οι δύο προϋποθέσεις. Πόσο μάλλον όταν η «ξενοφοβία» που επικρατεί, κυρίως στις πιο πλούσιες χώρες-μέλη, επιδεινούμενη σήμερα από την οικονομική κρίση και το φόβο της απώλειας θέσεων εργασίας των κατοίκων τους από τους «οικονομικούς μετανάστες»,μειώνει ακόμη περισσότερο την κινητικότητα των Εργαζομένων.
(γ) Εάν είχε προϋπάρξει η πολιτική ένωση της Ευρώπης, εάν δηλαδή ήμασταν Πολιτείες κατά το «πρότυπο» των Η.Π.Α. και όχι ανεξάρτητα κράτη, θα μπορούσε επίσης να υπάρχει η προοπτική. Όμως, η Ευρώπη ξεκίνησε σαν οικονομική ένωση (ΕΟΚ) και όχι πολιτική ολοκλήρωση κάποιων κρατών - και μία οικονομική ένωση δεν οδήγησε ποτέ από μόνη της στην πολιτική ολοκλήρωση (από ιστορικής άποψης, η πολιτική ολοκλήρωση προηγήθηκε ανέκαθεν της οικονομικής).
Εκτός αυτού, μάλλον συνεχίζει να υπάρχει «υποσυνείδητα» η διαφορετική θέση των δύο ηγέτιδων δυνάμεων της ΕΕ σχετικά με την πολιτική ένωση. Η Γερμανία προτιμούσε ανέκαθεν ένα «συγκεντρωτικό ομοσπονδιακό πολιτικό σύστημα», όπου προφανώς η ίδια θα αναδεικνυόταν η κυρίαρχη δύναμη. Αντίθετα, η Γαλλία ήταν πάντοτε υπέρ μίας «Ευρώπης των πατρίδων», η οποία θα επέτρεπε στα κράτη-μέλη να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία δράσης. Εμείς όλοι θα προτιμούσαμε βέβαια μία «Ευρώπη των Πολιτών της», χωρίς κανέναν κυρίαρχο και με ισότιμη ψήφο των Πολιτειών, ανεξαρτήτως του μεγέθους ή της οικονομικής ισχύος τους.
Για τους λόγους αυτούς λοιπόν, αλλά και για πολλούς άλλους που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η βιασύνη, αλλά ούτε και οι άλλες επιθετικές ενέργειες της Γερμανίας. Όπως αναφέρει δε ξανά ο R.Gilpin: «Ένας τυχόν οικονομικός κλυδωνισμός σε μία περιοχή, που θα οδηγούσε τη συγκεκριμένη περιοχή σε κάμψη, θα μπορούσε εύκολα να έχει ολέθριο οικονομικό και πολιτικό αντίκτυπο όχι μόνο στην περιοχή που πλήττεται άμεσα, αλλά πιθανόν και σε ολόκληρη την ΕΕ».
Επομένως, στη βάση όλων όσων αναλύσαμε παραπάνω, είναι πολύ επιβλαβής η «στοχοποίηση» της χώρας μας για την Ευρώπη και για το μέλλον του κοινού μας νομίσματος. Σε κάθε περίπτωση, αφού μεταξύ άλλων η ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν από την αρχή, για όλες τις χώρες, ένας δρόμος χωρίς επιστροφή (όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο τότε γερμανός καγκελάριος H. Kohl), η επίθεση που δεχόμαστε «υποθάλπει» επικίνδυνα τη συνοχή ολόκληρης της ΕΕ.
Είναι όμως δίκαιη ή άδικη, η ναι μεν επιβλαβής για την ΕΕ, αλλά έστω καλοπροαίρετη επίθεση αυτή; Για να απαντήσουμε στο συγκεκριμένο ερώτημα, θα πρέπει να δούμε ποιες είναι οι δυνατότητες διαχείρισης κρίσεων εκ μέρους των επί μέρους κρατών-μελών. Όπως εύκολα διαπιστώνουμε, επειδή τα κράτη της Ευρωζώνης
(α) δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν ανεξάρτητες νομισματικές πολιτικές για να καταπολεμήσουν την κάμψη (για παράδειγμα, δεν μπορούν να τυπώσουν χρήματα, όπως οι Η.Π.Α. για να ενισχύσουν τη ζήτηση, να αναθερμάνουν την οικονομία τους και να μειώσουν το εξωτερικό χρέος τους πληθωριστικά) και
(β) δεν διαθέτουν σοβαρές δημοσιονομικές εξουσίες, εμποδιζόμενα από το Σύμφωνο Σταθερότητας (για παράδειγμα, δεν μπορούν να μειώσουν τους φόρους για να τονώσουν την κατανάλωση),
βρίσκονται σε αδυναμία να αντιδράσουν «ατομικά» σε περιόδους κρίσεων, οπότε ουσιαστικά είναι υποχρεωμένα να παραμένουν σε μία στάση επικίνδυνης αναμονής, «καταδικασμένα» σε απραξία.
Επομένως, η μοναδική δυνατότητα τους είναι να περιμένουν από το αόρατο χέρι της αγοράς να επιβάλλει την πτώση των μισθών (ενδεχομένως και των τιμών), μέχρι να αποκατασταθεί αυτόματα η ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση εργασίας. Φυσικά κάποια από τα κράτη αυτά «σκύβουν το κεφάλι» και κάποια όχι – ο καθένας μπορεί να κρίνει εδώ ποια έχουν δίκιο και ποια άδικο.
Δυστυχώς, ειδικά τα ασθενέστερα κράτη δεν έχουν την κατανόηση και την βοήθεια των υπολοίπων, όπως θα έπρεπε, με τη δικαιολογία του «ηθικού κινδύνου» (αν βοηθηθεί κάποιο δηλαδή, θα ζητούν όλα τα άλλα βοήθεια, εμμένοντας στην «κακοδιαχείριση»). Εξ αυτού πηγάζει τελικά ο φόβος πως, στην περίπτωση αυτή, οι ισχυρότερες οικονομίες θα υποχρεώνονταν συνεχώς να «πληρώνουν» τις ασθενέστερες, εις βάρος των δικών τους προϋπολογισμών.
Τα οικονομικά ισχυρότερα (πλεονασματικά) όμως κράτη έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν, όταν υπάρξει μία μεγάλη κρίση. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από το πρόσφατο παράδειγμα της Γερμανίας η οποία, παρά τη διαφαινόμενη πτώση των φορολογικών εσόδων της κατά 20 δις € λόγω της παρούσης οικονομικής κάμψης, δεν σκέφτεται δημοσιονομική λιτότητα (την οποία όμως απαιτεί από την Ελλάδα), αλλά κάλυψη της μείωσης των εσόδων μέσω δανεισμού. Όπως ο ίδιος ο Υπουργός οικονομικών της δηλώνει, «Η μείωση των εξόδων του δημοσίου θα επιδείνωνε την παρούσα οικονομική κρίση», κάτι που σε καμία περίπτωση δεν το επιθυμεί. Επίσης από το παράδειγμα της Γαλλίας, η οποία επιδοτεί την αυτοκινητοβιομηχανία της, όταν εμείς καταδικασθήκαμε στο παρελθόν για ανάλογες ενέργειες.
Επομένως είναι εντελώς άδικη η «επίθεση» εναντίον της χώρας μας, τουλάχιστον μέσα στα πλαίσια της παρούσης οικονομικής κρίσης. Μη έχοντας
(α) συναλλαγματικές δυνατότητες (υποτίμηση του νομίσματος μας για να ενισχύσουμε τις εξαγωγές και τον τουρισμό, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές κλπ, όπως συμβαίνει ήδη στην Τουρκία που σημειώνει αύξηση του τουρισμού της κατά 27%, όταν σε εμάς διαπιστώνεται μείωση 19%),
(β) δημοσιονομικές δυνατότητες (όπως είδαμε, η ΕΕ ζητάει επίμονα την άμεση τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τη μείωση των ελλειμμάτων, με όλα όσα όλα αυτά συνεπάγονται – περιορισμό των μισθών, λιτότητα, μειωμένη ζήτηση με το φόβο του αποπληθωρισμού κ.α.)
(γ) μία «φιλική» δομή του ΑΕΠ μας απέναντι σε κρίσεις (Στη Γερμανία υπερισχύει ο μεταποιητικός τομέας, στον οποίο η αύξηση της παραγωγικότητας είναι σχετικά εύκολη, αφού τα μηχανήματα, αντικαθιστώντας τους ανθρώπους, έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται νυχθημερόν και να εξελίσσονται συνεχώς. Στην Ελλάδα όμως υπερισχύει ο τομέας των Υπηρεσιών, στον οποίο η αύξηση της παραγωγικότητας είναι πολύ πιο δύσκολη αφού, μεταξύ άλλων, οι άνθρωποι που υποχρεωτικά τον στελεχώνουν, δεν έχουν τις ιδιότητες των μηχανών)
(δ) την οικονομική βοήθεια της ΕΕ, η οποία μας την αρνείται ουσιαστικά, επικαλούμενη τον «ηθικό κίνδυνο» και, τέλος, μη έχοντας δυστυχώς (απογραφή)
(ε) την εμπιστοσύνη της ΕΕ η οποία, αν μη τι άλλο, θα μπορούσε τουλάχιστον να μας προσφέρει περισσότερο χρόνο για την επαναφορά των ελλειμμάτων στο 3%, καθώς επίσης κάποια δημοσιονομική ελευθερία ορισμένης διάρκειας,
είμαστε «καταδικασμένοι» να υποδουλωθούμε στο Ευρωπαϊκό ΔΝΤ (Ταμείο Συνοχής) με δυσμενέστατες συνθήκες, οι οποίες θα επιδείνωναν περαιτέρω τη θέση μας (υψηλά επιτόκια, δημοσιονομική στενότητα, ακόμη μεγαλύτερη μείωση της ανταγωνιστικότητας μας κ.α.), αφού η χώρα δεν επιτρέπεται (τουλάχιστον λόγω ΕΕ) να χρεοκοπήσει, ή να «ρυθμίσει» τις πληρωμές και τα χρέη της, όπως πριν αρκετά χρόνια η Αργεντινή.
Περαιτέρω και πριν ακόμη απαντήσουμε στις υπόλοιπες ερωτήσεις που θέσαμε στην αρχή, οφείλουμε να διαπιστώσουμε εάν είναι σωστές οι κατηγορίες που απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο στη χώρα μας, με τέτοια μανία.
Κατ’ αρχήν, η Ελλάδα κατηγορείται, τόσο από το εξωτερικό, όσο και από το εσωτερικό της δυστυχώς, ότι α) συντηρεί ένα πολύ σπάταλο κράτος, β) υπάρχει εκτεταμένη διαφθορά, καθώς επίσης ότι γ) έχει μεγάλη φοροδιαφυγή.
Εν πρώτοις, αποδεχόμενοι ότι πράγματι όλα αυτά συμβαίνουν και οφείλουν άμεσα να διορθωθούν, δεν νομίζουμε ότι η παρούσα τεράστια οικονομική κρίση επιτρέπει να δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες, οι οποίες είναι κατάλληλες για να ασχοληθεί η όποια κυβέρνηση μας με αυτούς τους συγκεκριμένους, πρακτικά εξαιρετικά δύσκολους στην επίλυση τους, προβληματισμούς.
Στη συνέχεια, θεωρούμε ότι τα προβλήματα του Σπάταλου κράτους και της Διαφθοράς είναι εν πολλοίς αλληλένδετα, ενώ θα επιλυθούν όταν προηγουμένως
(α) πάψουν να περιστρέφονται όλοι και όλα γύρω από τα πολιτικά κόμματα και
(β) λειτουργήσει επί τέλους ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς, αντικαθιστώντας την υφιστάμενη φεουδαρχία.
Κάτι τέτοιο όμως δεν «εκβιάζεται» χρονικά, κυρίως επειδή δεν έχουμε ακολουθήσει τα βήματα εξέλιξης των άλλων κρατών, παραμένοντας για εκατοντάδες χρόνια στο σκοτεινό Μεσαίωνα (και μάλιστα σκλαβωμένοι), όταν η υπόλοιπη Ευρώπη πέρασε από την Αναγέννηση, από το Διαφωτισμό και από όλα τα υπόλοιπα στάδια φυσιολογικής «ενηλικίωσης».
Όσον αφορά τώρα τη Φοροδιαφυγή, που επίσης πρέπει να πάψει να υπάρχει, σε καμία περίπτωση δεν είμαστε η μοναδική χώρα που πλήττεται (χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δικαιολογείται). Σίγουρα όμως (το ίδιο ισχύει και για τη διαφθορά, με«φωτεινό» παράδειγμα την Ιαπωνία, στην οποία ζει και βασιλεύει), είμαστε η μόνη χώρα που το «διατυμπανίζει» απίστευτα, τόσο στο εσωτερικό της, όσο και στο εξωτερικό. Κανένας λαός στον κόσμο δεν κατηγορεί τη χώρα του, σε όλα ανεξαιρέτως τα επίπεδα της, σε τέτοιο βαθμό.
Εκτός αυτού, ότι και αν συμβαίνει στο εσωτερικό μίας χώρας, σπάνια εγκαταλείπει τα «σύνορά» της, στο ποσοστό πουπαρατηρούμε έκπληκτοι καθημερινά ότι συμβαίνει στην Ελλάδα. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι εμείς, σε αντίθεση με πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη, φορολογούμαστε επί πλέον και μάλιστα με πολύ υψηλό συντελεστή, πληρώνοντας για την εκπαίδευση των παιδιών μας (φροντιστήρια) και για την υγεία μας («διευκολύνσεις», ιδιωτικές κλινικές κλπ), ποσά που για τους άλλους λαούς είναι το λιγότερο εξωπραγματικά.
Ανεξάρτητα από αυτά, στη Γερμανία (προφανώς το ίδιο θα συμβαίνει και σε άλλα κράτη), τόσο η φοροδιαφυγή, όσο και (ιδιαίτερα) η «φοροαποφυγή», δεν είναι καθόλου αμελητέες έννοιες. Η «ιστορία του CD» το οποίο αγοράσθηκε από «διαρρήκτη» (!) έναντι 5.000.000 €, απασχόλησε έντονα τόσο την Ευρώπη, όσο και τις Η.Π.Α. Οι γερμανικές τράπεζες, αλλά και πολλές άλλες μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, είναι εγκατεστημένες σχεδόν σε όλους τους γνωστούς φορολογικούς παραδείσους - από τα νησιά Cayman, μέχρι τις Μπαχάμες και το Ντουμπάϊ.
Χάρη στην επιμονή της Γαλλίας και μόνο, δημοσιεύθηκαν οι λίστες με τις γκρίζες και μαύρες «φορολογικές οάσεις»(που εκμεταλλεύονται προφανώς οι ολιγοπωλιακές πολυεθνικές και το διεθνές έγκλημα – όχι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες ή οι απλοί πολίτες), από τις οποίες πραγματικά κινδυνεύει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα (στο τέλος της συνόδου G20στο Λονδίνο, παρά τις αντιδράσεις των Βρετανών και άλλων).
Περαιτέρω, ή τεράστια «φοροαποφυγή» εκ μέρους των πολυεθνικών επιχειρήσεων δεν αντιμετωπίζεται από καμία χώρα. Για παράδειγμα, τεχνάσματα όπως η διαφορετική τιμολόγηση των προϊόντων της μητρικής προς τις θυγατρικές ανά κράτος και φορολογικό συντελεστή (ιδιαίτερα των φαρμάκων μηδενικού σχεδόν κόστους παραγωγής), ο δανεισμός κεφαλαίων εκ μέρους της μητρικής προς τις θυγατρικές με «προσαρμοσμένο» επιτόκιο, η σωστή χρήση των διαφόρων μοντέλων δικαιόχρησης – σημάτων («κορυφή» του τομέα η Σουηδική ΙΚΕΑ με κεντρικά «φορολογικά» γραφεία στην Ολλανδία), η φορολογική εκμετάλλευση των ζημιών των εξαγορασθέντων εταιρειών από τις αγοράζουσες, μέσω συμψηφισμού με τα κέρδη τους εις βάρος των Εθνικών Οικονομιών και πολλά άλλα, είναι αδύνατον σχεδόν να αποκλεισθούν. Οι πίνακες που ακολουθούν είναι καλύτεροι από τις λέξεις:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Deutsche Bank (Εσωτερικό & εξωτερικό)
Έτος | Κέρδη σε εκ. € | Μερίσματα σε εκ. € | Φορολογία σε εκ. € |
1999 | 2.351 | 706 | 738 |
2000 | 6.896 | 801 | -6.644 |
2001 | 1.803 | 808 | 1.429 |
2002 | 3.549 | 808 | 3.189 |
2003 | 2.758 | 872 | 1.542 |
ΣΥΝΟΛΟ | 17.357 | 3.995 | 254 |
Πηγή: H. Weiss/E. Schmiederer 2005
Σε σύνολο κερδών πενταετίας ύψους 17.357 εκ. € (17 δις δηλαδή) πλήρωσε μερίσματα στους μετόχους της 3.995 εκ. € (σχεδόν 4 δις €) και φόρους μόλις 254 εκ. €, ήτοι 1,46% επί των κερδών της!
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: ΜΕΓΕΘΗ ΕΤΟΥΣ 2003 (Τζίρος, Κέρδη, Φόρος σε εκ. €)
Δείκτες | ΜΕΤΡΟ | Telekom | Lufthansa | Siemens | TUI | BMW |
Τζίρος | 55.056 | 55.838 | 17.714 | 74.875 | 19.215 | 42.636 |
Κέρδη | 817 | 1.398 | -785 | 3.372 | 246 | 3.206 |
Κέρδη/τζίρος | 1,5% | 2,5% | -4,4% | 4,5% | 1,3% | 7,5% |
Φόρος | 246 | -225 | 193 | 867 | -68 | 1.258 |
Φόρος/Τζίρος | 0,4% | -0,4% | 1,1% | 1,2% | -0,4% | 3% |
Εργαζόμενοι | 252.037 | 251.000 | 94.798 | 419.300 | 64.257 | 93.821 |
Πηγή: H. Weiss/E. Schmiederer 2005
Η Siemens δηλαδή, για παράδειγμα, με 419.300 εργαζομένους πληρώνει μόλις 867 εκ. € φόρους, επομένως 2.068 € ανά εργαζόμενο ετήσια. Από την άλλη πλευρά, μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες στον τουρισμό, η TUI, δουλεύει με ζημίες, όπως και η Deutsche Telekom. Θα έπρεπε να τις λυπηθεί κανείς ή μήπως κερδίζουν περισσότερα σε κάποιους «παραδείσους»;
Συνεχίζοντας στο ίδιο θέμα, ίσως αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στις δυνατότητες μειωμένης φορολόγησης που προσφέρονται από τα λεγόμενα Coordination Centers, τα οποία λειτουργούν στην πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Βέλγιο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80, περίπου 200 πολυεθνικές εταιρείες ίδρυσαν στο Βέλγιο (με πρωτοβουλία φυσικά της χώρας) αυτά τα κέντρα, σκοπός τω οποίων ήταν ο συντονισμός των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων των μητρικών εταιρειών τους (!).
Η προσέλκυση τους έγινε από την πρωτεύουσα της Ευρώπης, η οποία πρότεινε τη φορολόγηση των χρηματοοικονομικών κερδών τους μέσω ενός μικρού ποσοστού φορολόγησης επί των εξόδων λειτουργίας τους! Σαν αποτέλεσμα ήταν η φορολόγηση των χρηματοοικονομικών κερδών των 207 εγκατεστημένων εκεί πολυεθνικών εταιρειών, ύψους περίπου 5 δις € με μόλις 73 εκ. €, κάτι που σημαίνει με φορολογικό συντελεστή 1,36%. Η γερμανική Volkswagen για παράδειγμα είχε 81 εκ. € κέρδος από το γραφείο του Βελγίου το 2003, προερχόμενο προφανώς από άλλες χώρες, και πλήρωσε 87.000 € φόρο(φορολογικός συντελεστής 0,1%).
Μπορούμε όμως, αδιαφορώντας εντελώς για όλα αυτά, να αντιπαρατεθούμε με επιτυχία στην άδικη επίθεση που δεχόμαστε, αντιστρέφοντας το «παιχνίδι» και εξερχόμενοι με σοβαρά κέρδη από την οικονομική κρίση; Σε τελική ανάλυση, μπορούμε μήπως να τεκμηριώσουμε ότι, τουλάχιστον στην περίπτωση της χώρας μας, η Γερμανία κάνει κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην Ευρώπη, εάν υποθέσουμε ότι δεν μας συκοφαντεί, δυσφημίζοντας μας;
Μία τέτοιας έκτασης δυσφήμιση, ακόμη και αν δεχθούμε ότι δεν είναι κακοπροαίρετη, μπορεί να μας κοστίσει πάνω από 10 δις € σε ετήσιους τόκους (δυσανάλογη αύξηση του επιτοκίου δανεισμού μας), καθώς επίσης να καταστρέψει πολλούς τομείς της οικονομίας μας, μέσα σε μία νύχτα. Μπορούμε να το επιτρέψουμε, χωρίς να αντισταθούμε συλλογικά; Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να προστατεύσουμε το Δίκαιο και την Ελλάδα;
Ολοκληρώνοντας, επειδή είμαστε απόλυτα εναντίον αυτών που επικαλούνται «συνομωσίες» για να δικαιολογήσουν τα λάθη και τις αδυναμίες τους, έχουμε την άποψη ότι εδώ δεν αποκαλύπτεται καμία συνομωσία, αλλά μία καθημερινή πραγματικότητα στις σχέσεις μεταξύ των κρατών, των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και των λαών τους.
Σημείωση: Το παραπάνω άρθρο μας από τον Απρίλιο του 2009 είναι δημοσιευμένο στο βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων».
Αθήνα, 08. Ιουνίου 2011
1 σχόλιο:
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΑΣ!!!!
Δημοσίευση σχολίου