YOU ARE HERE:
Μιά Επισκόπηση στον Οθωμανικό Στρατό - Οι Γενίτσαροι
Οι Γενίτσαροι (τουρκιστί Yeniçeri, يڭيچرى πού θα πεί «νέοι στρατιώτες») αποτελούσαν τους επίλεκτους στρατιώτες, την ελίτ, του Οθωμανικού Στρατού. Σύμφωνα με μιά τουρκική παράδοση, οι Γενίτσαροι και το σώμα τους ιδρύθηκαν από τον σουλτάνο Ορχάν τον Α’ τον 12ο αιώνα, όμως σύγχρονοι ιστορικοί μετατοπίζουν την παρουσία τους λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γιού του, Μουράτ του Α’. Το κυρίως σώμα του οθωμανικού στρατού συνίστατο από πολεμιστές νομάδων φυλών της Ανατολίας των οποίων η αφοσίωση και το ηθικό δεν ήταν εγγυημένο πάντοτε. Οι Οθωμανοί έλυσαν αυτό το πρόβλημα στρατολογώντας κυρίως χριστιανόπαιδες από τα Βαλκάνια, διδάσκοντάς τα την Ισλαμική πίστη και δίδοντάς τους τη καλύτερη δυνατή εκπαίδευση και παιδεία, ένα σύστημα γνωστό ως devşirme. Λόγω αυτού οι Γενίτσαροι δεν υπάγοντο σε κανέναν ιδιαίτερο χώρο, κουλτούρα ή οικογένεια. Η μόνη υποταγή τους ήταν στον Χαλίφη (τον ηγέτη του Μουσουλμανικού κόσμου), πού ήταν ο Οθωμανός Σουλτάνος τη στιγμή εκείνου του καιρού.
Ήσαν πρακτικά οι υπηρέτες του Σουλτάνου (kapıkulları), όμως δεν μεταχειρίζονταν βεβαίως με αυτήν την έννοια. Η εκπαίδευσή τους ήταν τόσο καλή, ώστε υπάρχουν αναφορές ότι μουσουλμανικές οικογένειες προσποιούντο ότι ήσαν χριστιανικές ώστε τα παιδιά τους να λάβουν τη καλύτερη εκπαίδευση στο τάγμα των γενιτσάρων. Σε κάποιους από τους λαμπρότερους Γενιτσάρους ήταν δυνατόν να προσφερθεί μιά θέση στο Divan (Διβάνιον), το συμβούλιο δηλαδή του Σουλτάνου. Μερικοί από αυτούς ανήλθαν ακόμη υψηλότερα, γενόμενοι κυβερνήτες των Οθωμανικών Βιλαετίων και ένας μικρός αριθμός τους έφθασε ακόμη στη θέση του Μεγάλου Βεζύρη.
Ο φημισμένος μεγάλος βεζύρης, Sokollu Mehmed Paşa, ήταν ένας πρώην Γενίτσαρος. Γεννημένος στο οθωμανικό βιλαέτι της Βοσνίας (το νεώτερο ενοποιημένο κρατίδιο της τέως Γιουγκοσλαβίας πού ονομάζεται Βοσνία – Ερζεγοβίνη), υπηρέτησε τρείς Σουλτάνους και βοήθησε στη διακυβέρνηση της υπερδύναμης των Μέσων Χρόνων (την Οθωμανική Αυτοκρατορία).
Το Οθωμανικό Χαλιφάτο ήταν το πρώτο κράτος πού διατήρησε έναν στρατό με τακτικό επίπεδο στην Ευρώπη μετά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η στρατειά των Γενιτσάρων ήταν μοναδική ως προς τους τρόπους της. Ήσαν ο πρώτος τακτικός στρατός πού παρήλαυνε μετά εμβατηρίου γνωστού ως mehter, πληρώνονταν με κανονικούς μισθούς, ζούσαν σε Στρατώνες και χρησιμοποιούσαν κυρίως πυροβόλα όπλα. Ήσαν πολύ πειθαρχημένοι, κάτι ασυνήθιστο για στρατεύματα του Μεσαίωνα. Πέραν αυτού κατέγραψαν εξαιρετικές νίκες πού κατέστησαν τους Γενιτσάρους έναν από τους πλέον τρομερούς στρατούς της εποχής τους.
Οι Γενίτσαροι χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις μεγάλες εκστρατείες συμπεριλαμβανομένης της άλωσης της Κωνσταντινούπολης στα 1453 από το στρατό του Μεχμέτ του Β’. Ο Nicolo Barbaro, βενετός χειρουργός και ιατρός αλλά και ιστορικός της άλωσης ως αυτόπτης μάρτυρας, περιγράφει τη σκηνή του θάρρους τους εκεί:
«Βρήκαν τους Τούρκους να έρχονται κατ’επάνω τους κάτω από τα τείχη εμπλεκόμενοι στη μάχη, ιδιαίτερα τους γενιτσάρους. Και όταν ένας ή δύο από αυτούς σκοτώνονταν, αμέσως περισσότεροι Τούρκοι έρχονταν και απομάκρυναν τους νεκρούς τους, χωρίς να ενδιαφέρονται πόσο κοντά πλησίαζαν στα τείχη της Πόλης».
Ο Τσορμπατζής (τουρκιστί çorbaci, «αυτός πού σερβίρει τη σούπα» από τη λέξη çorba πού σημαίνει σούπα), ήταν ο αρχηγός τους. Το Γενιτσαρικό Σώμα είχε βαθμούς περισσότερο «παρακρατικούς» (όπως οι έφεδροι SS των ναζί) παρά του τακτικού στρατού. Έτσι καθώς το συσσίτιο ήταν ο θεός τους και ζούσαν γι αυτό, οι βαθμοί τους είχαν αναφορά στη κουζίνα και όχι στο στρατό. Οι βαθμοί τους λοιπόν ήσαν ποικίλοι και «άτακτοι» όπως «Τηγανιέρης», «Αρχισουπιέρης», «Κατσαρολιέρης», «Σαγανιέρης» (εκ της λέξεως Σαγάν, το τηγάνι), «Σουβλατζής», «Λαντζέρης», «Πιατοστοιβάχτης», «Κουζινιέρης», πάντοτε με ονόματα κουζινικών σκευών για έκαστο εκ των οποίων ήταν υπεύθυνος ο φέρων το σχετικό βαθμό στον στρατώνα. Έπρεπε όλοι να ξέρουν να μεγειρεύουν. Ήταν τιμή αυτό για τους γενίτσαρους εν αντιθέσει με τους άλλους πού θεωρούσαν υποδεέστερη τη κουζίνα. Οι «κουζινικοί» αυτοί βαθμοί μπορούσαν να είναι διαφορετικοί από το ένα απόσπασμα στο άλλο πού υπηρετούσε σε απόμακρες επαρχίες, και εξαρτώνταν περισσότερο από το μαγειρικό σκεύος παρά από ένα πρωτόκολλο στερεότυπων «κουζινικών βαθμών». Είχαν και δικούς τους χορούς «κουζινικούς-στρατιωτικούς», όπως ο πασίγνωστος «χορός της κοιλιάς» πού είναι καθαρά στρατιωτικός. Απαγορευόταν να παντρευτούν, να κάνουν ή να έχουν οικογένεια, ή να θρέφουν γένεια. Τα γένεια ήσαν προνόμιο των ελευθέρων οθωμανών (και προσβολή προς τα γένεια ήταν θανάσιμο κακούργημα για αυτούς!), ενώ στους γενίτσαρους επετράπη μόνο το μουστάκι. Απαγορεύονταν επίσης να έχουν μακρυά μαλλιά (προνόμιο και αυτό των ελευθέρων οθωμανών), οπότε υποχρεώνονταν να τα ξυρίζουν κατά το μογγολικό έθιμο και να αφήνουν μιά φούντα στη κορυφή ώστε σε περίπτωση θανάτου τους να τους πάρει ο Αλλάχ τη ψυχή από τη φούντα. Δίχως φούντα δεν θα πήγαιναν στον παράδεισο! Η απομονωμένη κοινωνικά ζωή τους εντός των περιορισμένων ορίων του στρατώνα ανέπτυξε μιά σχέση μεταξύ τους (σε πολλούς από αυτούς), τη λεγόμενη «συντροφοποίηση» (yoldaşlik). Ένας δηλαδή γενίτσαρος μπορούσε να ερωτευθεί έναν άλλον και να τον καταστήσει «αδελφοποιτό του», εάν ο άλλος ενέδιδε, γινόταν «σύντροφος» ή yoldaş του πρώτου. Αλλά και εναλλάξ! Εάν δεν ενέδιδε θεωρείτο ότι πάει ενάντια στο πνεύμα των γενιτσάρων και συχνά ξέσπαγε καυγάς (τουρκική λέξη κι αυτή!), μεταξύ των δύο με υποστηρικτές τους ενός και του άλλου πού μαζεύονταν γύρω τους! Έτσι δεν είχαν ανάγκη από γυναίκες αφού ούτως ή άλλως αυτές απαγορεύονταν σε αυτούς. (Δεν τους απαγορευόταν ο βιασμός γυναικών μετά από μάχη με αλλόπιστους εχθρούς). Το Γιολντασιλίκι επέζησε μέχρι και τη πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας έως και στα 1922, οπότε απροκάλυπτα οθωμανοί αξιωματικοί έταζαν προστασία (και έσωσαν αρκετούς) σε καταδιωκώμενους αρμενίους και έλληνες με αντάλλαγμα το Γιολντασιλίκι...Η παράδοση αυτή κάπως παράξενη (όχι για τους ανατολίτες τούρκους) κάλυπτε τους ομοφυλοφίλους τούρκους αξιωματικούς ώστε προς εξεύρεση εραστού να προτείνουν προς τον υποψήφιο την «συντροφοποίηση»...
Καθώς το μέγεθος των Γενιτσαρικών Σωμάτων αυξάνετο, το ίδιο γινόταν με την ισχύ τους. Κατά τον 17ο αιώνα ασκούσαν τέτοια επιρροή ώστε κυριαρχούσαν επί της κυβερνήσεως. Μπορούσαν να στασιάσουν, να υπαγορεύσουν πολιτική και να παρακωλύσουν τον εκνεωτερισμό της δομής του στρατού. Μπορούσαν να ανατρέψουν Σουλτάνους όπως επιθυμούσαν μέσω ανακτορικών πραξικοπημάτων. Μεταβάλλονταν σε τιμαριούχους και εμπόρους. Μπορούσαν να περιορίσουν τη κατάταξη των γιών τέως γενιτσάρων πού δεν ήσαν υποχρεωμένοι να ενταχθούν στην παραδοσιακή περίοδο θητείας των acemi oğlan (ατζαμί ογλάν ή των ανεκπαίδευτων νεαρών), καθώς αποφεύγοντας τη φυσική επιλογή, μείωναν έτσι την στρατιωτική τους αξία.
Οι εξεγέρσεις των Γενιτσάρων
Ήσαν πολλές, αλλά οι κυριώτερες είναι αυτή του 1449 επί Μουράτ του Β’ Κοτζιά (πατέρα του Μεχμέτ του Β’), όταν οι γενίτσαροι απαίτησαν αύξηση των μισθών τους για καλύτερη ζωή, πετυχαίνοντας αυτό πού ήθελαν.
Ο Σουλτάνος δέχθηκε, ξεκινώντας μιά παράδοση πού ο μετέπειτα εκάστοτε Σουλτάνος, μετά το 1451, θα έδινε αμοιβή και αύξηση στους μισθούς των Γενιτσάρων κάθε φορά πού θα ανέβαινε στο θρόνο. Το 1566 ο Σουλτάνος Σελίμ ο Β’ ο λεγόμενος «μεθύστακας» (1524-1574) (ο μεγάλος ηττημένος της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου, πού έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου 1571 ημέρα Κυριακή της Παναγίας του Ροζάριο – το θρησκευτικό κομπολόϊ των καθολικών χριστιανών), χορήγησε δικαίωμα στους γενιτσάρους να παντρεύονται (1566), πράγμα πού υπέσκαψε την ιδιότητά τους να είναι αποκλειστικά πιστοί στη δυναστεία των Σουλτάνων.
Μετά την Οθωμανική ήττα του πολέμου με τους πολωνούς, ο Σουλτάνος Οσμάν ο Β’(1604-1622) αποφάσισε να δικάσει και διαλύσει τους γενιτσάρους, ρίπτοντάς τους την ευθύνη για την απώλεια του πολέμου. Μόλις άκουσαν ότι ο Σουλτάνος κινείται εναντίον τους, εξεγέρθηκαν, εισέβαλαν στο ανάκτορό του, αιχμαλωτίζοντας τον και αφού τον πετσόκοψαν τον πέταξαν κάτω από τα τείχη. Ήταν το 1622, όταν οι Γενίτσαροι αντιστάθηκαν στις προσπάθειες του Σουλτάνου Οσμάν (ή Οθμάν) του Β’ να αναδιοργανώσει το στρατό. Το 1807, έλαβε χώρα άλλη γενιτσαρική εξέγερση πού ανέτρεψε τον Σουλτάνο Σελίμ τον Γ’ (1761-1808), πού επίσης προσπάθησε να εκνεωτερίσει τον στρατό.
Ο Σουλτάνος Σελίμ ο Γ’ δέχεται αξιωματούχους σε ακρόαση στη Πύλη της Ευτυχίας στο ανάκτορο του Τόπκαπί. Οι δόκιμοι γενίτσαροι ατζαμηογλάνοι βρίσκονται εκατέρωθεν αυτού με τους Τσορμπατζήδες πού θα τον ανατρέψουν πραξικοπηματικά στα 1807. Ουσιαστικά οι γενίτσαροι αποτελούσαν την «πραιτωριανή φρουρά» των σουλτάνων και όπως οι ρωμαίοι ήσαν και τούτοι «κράτος εν κράτει», ανατρέποντας ή σκοτώνοντας τον μονάρχη ανάλογα όπως οι πρώτοι.
Λίγα χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1810, οι γενίτσαροι έκαψαν πάνω από 2.000 οικίες στον Γαλατά. Κατόπιν, την άνοιξη του 1811, δύο συντάγματα τους έδωσαν μάχη στην Κωνσταντινούπολη. Θα είχαν πολεμήσει εναντίον των ελλήνων πού αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’ (1785-1839) άρχισε να θεωρεί ανυπόφορες τις ενέργειες των γενιτσάρων και εν όψει του πώς θα έκαναν κατάχρηση της εξουσίας τους, αποφάσισε να δημιουργήσει έναν νέο στρατό. Οι γενίτσαροι το αντελήφθησαν και πήραν τους δρόμους κινούμενοι σε ανταρσία, οπότε ο Σουλτάνος Μαχμούντ ο Β’ δυσανασχέτησε με τους αναποτελεσματικούς, ταραξίες γενιτσάρους. Τους ειδοποίησε με «φάτγουα» (έναν ισλαμικό κανονισμό) στα 1826, ότι είχε πρόθεση να εκπαιδεύσει έναν νέο στρατό, πού θα οργάνωνε και εκπαίδευε με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. (Εικόνα: Ο Χαλίφης του Ισλάμ, Γαζή Σουλτάνος Σελίμ-ι σαλίς ο Γ’ Χάν, سليم ثالث.)
Ακούγωντας αυτά, οι γενίτσαροι εξεγέρθησαν όπως ήταν αναμενόμενο. Συγκρούσθηκαν με τους πιστούς του Σουλτάνου. Κατά τη διάρκεια της μάχης οι στρατώνες των γενιτσάρων κανονιοβολήθηκαν από τους «κουμπαρατζήδες» (πυροβολάρχες) του σουλτάνου, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 4.000 γενίτσαροι. Οι επιζήσαντες εξορίστηκαν ή εκτελέστηκαν και όλα τα γενιτσαρικά κτήματα κατασχέθησαν. Το γεγονός αυτό ονομάστηκε «Vaka-i Hayriye» ή «ευνοϊκό γεγονός». Η ορχήστρα των Mehter καταργήθηκε το 1826 μαζί με τους γενίτσαρους. Το 1952 όμως το Τουρκικό Πολεμικό Μουσείο στην Κωνσταντινούπολη αναδιοργάνωσε το Mehertan. Ορχήστρα με αληθινά ενδύματα γενιτσάρων βγαίνει στο προαύλειο του Μουσείου (για τουριστικούς λόγους και εορταστικούς) κατά τις εθνικές αργίες καθώς και τις ημέρες ιστορικής σημασίας. Στο φουαγέ του Πολεμικού Μουσείου, στο σαλόνι, μπορούν οι τουρίστες να δούν ένα τηλεοπτικό θέαμα των Mehter πού προβάλλεται σε μεγάλη οθόνη και να μελετήσει την γενιτσαρική ενδυμασία των διάφορων αιώνων καθώς και να ακούσει τη μελωδία του πολεμικού αυτού εμβατηρίου (του ιδίου πού ακούστηκε μετά την άλωση της Πόλης, όταν οι γενίτσαροι παρήλασαν με τον Μεχμέτ τον Β’ προς την Αγία Σοφία).
Ο Σουλτάνος Οσμάν ο Β’ ή Οθμάν ο Β’ (γνωστός ως Genç Osman – πού θα πεί Οσμάν ο Νεαρός– στα τουρκικά. Γράφεται επίσης το όνομά του στην ισλαμική-οθωμανική γραφή και ως عثمان ثانى ή‘Osmān-i sānī) (3 Νοεμβρίου, 1604 – 20 Μαΐου, 1622) βασίλεψε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1618 έως το θάνατό του στις 20 Μαΐου 1622. Οδήγησε προσωπικά την οθωμανική εισβολή στη Πολωνία κατά τη διάρκεια των Μολδαβικών Πολέμων των Αριστοκρατών. Αναγκασμένος να κλείσει συμφωνία ειρήνης με τους πολωνούς μετά τη μάχη του Χοτίν (πού αποτέλεσε τη πολιορκία του κάστρου του Χοτίν πού το υπερασπίστηκε ο πολωνός αταμάνος Γιάν Κάρολ Χοντκίεβιτς) τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1621, ο Οσμάν ο Β’ επέστρεψε σπίτι του στη Κωνσταντινούπολη ντροπιασμένος, κατηγορώντας την ανανδρεία των γενιτσάρων και την ανεπάρκεια των υπουργών του για τη ταπείνωση πού υπέστη.
Κάστρο-Οχυρό του Χοτίν στη Πολωνία. Εδώ ηττήθηκε ο Οσμάν ο Β από τους πολωνούς.
Ίσως ο πρώτος σουλτάνος πού αντελήφθη και αποπειράθηκε να αποκαλύψει τους γενιτσάρους ως πραιτωριανό θεσμό πού έκανε περισσότερο κακό παρά καλό στη νεώτερη αυτοκρατορία, ο Οσμάν ο Β’ έκλεισε τα καφενεία τους (πού λειτουργούσαν ως εστίες συνομωσιών κατά του θρόνου) και άρχισε να σχεδιάζει τη δημιουργία ενός νέου, έμπιστου και εθνικού τουρκικού στρατού πού θα συνίστατο από Ανατόλιους, Μεσοποτάμιους και Αιγυπτίους τούρκους και Τουρκομάνους. Το αποτέλεσμα ήταν μιά παλατιανή εξέγερση των γενιτσάρων πού αμέσως φυλάκισαν τον νεαρό σουλτάνο. Όταν εστάλη ένας εκτελεστής για να τον στραγγαλίσει στο Γιεντικουλέ (το Επταπύργιον των βυζαντινών στη νοτιοδυτική Πόλη), ο Οσμάν ο Β’ αρνήθηκε να παραδοθεί και άρχισε να παλεύει με τον εκτελεστή και σταμάτησε μόνον όταν έπεσε αναίσθητος από κτύπημα στην πλάτη από τη χειρολαβή ενός τσεκουριού ενός των δεσμοφυλάκων του. Μετά στραγγαλίστηκε με το νευρόσχοινο ενός τόξου. Σύμφωνα με την εκδοχή του τούρκου περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπί ο Οσμάν μετά από απελπισμένο αγώνα δολοφονήθηκε από τον Μεγάλο Βεζύρη Καρά Νταβούτ Πασά με συμπίεση των όρχεών του πού αποτελούσε έναν τρόπο εκτέλεσης πού επιφυλασσόταν παραδοσιακά για τους Οθωμανούς σουλτάνους. Ένας συνδυασμός αυτών των ιστοριών δίδεται από το γάλλο περιηγητή Pouqueville, πού γράφει ότι όταν ετέθη το σχοινί στο λαιμό του, ο Οσμάν το τράβηξε με το χέρι του και έριξε κάτω τον δήμιο, οπότε ο μεγάλος βεζύρης τον άρπαξε από το πλέον ευαίσθητο σημείο του σώματος του, ώστε ο Οσμάν λιποθύμισε από τον πόνο κι έτσι στραγγαλίστηκε.
Το Επταπύργιον (Γιεντικουλέ στα τουρκικά, από τις λέξεις Γιεντί πού θα πεί επτά και κουλέ, πού σημαίνει πύργος, οχυρό) σε χαλκογραφία του 17ου αιώνα. Χρησίμευσε ως φυλακή. Εδώ εκτελέστηκε ο νεαρός σουλτάνος Οσμάν ο Β’ στα 1622. Γύρω από αυτό το κάστρο υπήρχαν τα χασάπικα και οι βυρσοδέψες κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπί. Πού και πού έκανε βόλτες και ο Μεχμέτ ο Β’ ο Φατίχ. Η βρώμα και η απόπνοια της περιοχής αυτής ήταν περιβόητη, όμως οι κατοικούντες είχαν συνηθίσει και η μυρωδιά δεν τους ενοχλούσε. Η οθωμανική πανώλη αργότερα πού ξεκλήρισε την Ελλάδα ξεκίνησε από αυτήν την εστία μολύνσεως.
Οι Γενίτσαροι επιλέγονταν κυρίως μεταξύ των μη-μουσουλμάνων παιδιών με ισχυρή φυσική κράση από την Ανατολία και τη Βαλκανική χερσόνησο. Οι ευφυείς επιλέγονταν για το Εντερούν όπου θα λάμβαναν υψηλού επιπέδου μόρφωσης για να γίνουν βεζύρηδες, μηχανικοί, ιατροί και επιστήμονες.
Η Σχολή Enderun
Η Σχολή Enderun (اندرون مکتب) πού σήμαινε «εσωτερικόν πλείστον» ήταν ελεύθερο εσωτερικό σχολείο για το Χριστιανικό Μιλλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πού επιστράτευε μαθητές μέσω του Devşirme (παιδομάζωμα) – ένα σύστημα επιμόρφωσης χριστιανοπαίδων για την εκμάθηση των χαρακτηριστικών της Ισλαμικής κοινωνίας και τη μοναδική κουλτούρα του οθωμανικού ανακτόρου. Το Enderun ήταν επιτυχές στην αναγκαστική αυτή μεταστροφή της επιμόρφωσης των μαθητών (αλλαξοπιστία), πού παρήγαγε πολλούς Οθωμανούς πολιτικούς. Η Σχολή Enderun λειτούργησε για γραφειοκρατικούς σκοπούς, καθώς και ως ακαδημία και στρατιωτική σχολή. Οι απόφοιτοι ήσαν μόνιμα αφοσιωμένοι στην υπηρεσία της κυβέρνησης και δεν είχαν ενδιαφέρον να επισυνάψουν σχέσεις με κατώτερες κοινωνικές ομάδες.
Οι μαθητές πού επιστρατεύονταν καλούνταν «εσωτερικά αγόρια» (iç oğlan). Η επαγγελματική τους κατάρτιση διαρκούσε επτά χρόνια. Οι απόφοιτοι γίνονταν υπηρέτες του σουλτάνου ή άλλων ευγενών, υπηρετώντας στις Έξη Μεραρχίες του Ιππικού ή ως Γενίτσαροι. Κάποια από τα πιό ταλαντούχα παιδιά του παιδομαζώματος (دوشيرمه ή Ντεβσιρμέ) εργάζονταν στο ανάκτορο του Τόπκαπί, όπου εκπαιδεύονταν για υψηλές θέσεις εντός του οθωμανικού Διβανίου (υπουργικού συμβουλίου) ή για το στρατό.
Η εκπαίδευση ανάληψης υπηρεσίας συνίστατο από επτά συνεχόμενους βαθμούς (επίπεδα) σε τουρκικούς θαλάμους ή πύλες. Ο πρώτος ονομαζόταν «το μικρό δωμάτιο», όπου εκπαιδεύονταν μαθητές στο σεβασμό, στην επινοητικότητα και στην αξιοπιστία (συγκέντρωση). Ο δεύτερος ήταν «το μεγάλο δωμάτιο», στο οποίο οι μαθητές εκπαιδεύονταν σε ειδικές τεχνικές. Καθώς εξελίσσονταν γίνονταν Το Γεράκι (φροντίζοντας το κυνήγι του σουλτάνου στα πουλιά και τα ζώα), ο Ιματιοθηκοφύλακας (στην αρμοδιότητα του ιματισμού, σε αντιστοιχία του βυζαντινού Πρωτοβεστιάριου), ο Αρχιϋπηρέτης (στη προμήθεια των τροφών), ο Θησαυροφύλακας (των τιμαλφών του σουλτάνου), και ο Ιδιαίτερος (Has στα τουρκικά), πού ήταν επικεφαλής των καθημερινών δραστηριοτήτων του σουλτάνου.
Έλληνες Γενίτσαροι, έργο του Jean Léon Gérôme, 1865
Η Πορεία των Γενιτσάρων κατά τη διάρκεια των αιώνων της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Οι Γενίτσαροι απέτυχαν να καταστείλουν την ελληνική εντολή για ανεξαρτησία στη δεκαετία του 1820, τεκμηριώνοντας την ανεπάρκεια τους καθώς και την επείγουσα ανάγκη μιάς μεταρρύθμισης. Το 1826, αντελήφθησαν τα σχέδια του Σουλτάνου Μαχμούντ του Β’ πού σκόπευε να φτιάξει στρατό ενός νέου προτύπου και εξεγέρθησαν. Ο Σουλτάνος πάντως, είχε προβλέψει την αντίδρασή τους και είχε θωρακισθεί με έμπιστα στρατεύματα. Τα γενιτσαρικά στρατόπεδα της Κωνσταντινούπολης και των επαρχιακών αρχηγείων κανονιοβολήθηκαν και οι περισσότεροι γενίτσαροι σκοτώθηκαν ή εξορίστηκαν. Το σώμα των γενιτσάρων καταργήθηκε. Αυτή η ενέργεια του Μαχμούντ έστω και ύστατα έδωσε στη Τουρκία μιά τελευταία αναλαμπή εκνεωτερισμού ενάντια στο μοιρολατρικό και οπισθοδρομικό κατεστημένο, θυμίζοντας για μιά στιγμή το ένδοξο παρελθόν της και τις επιτυχίες της όσο τελούσε υπό τις νεωτεριστικές τεχνολογικές αντιλήψεις, ο «μεγάλος όμως ασθενής» έπνεε τα λοίσθια. Το μεγάλο κύκνειο άσμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα διαρκούσε σε έναν ρόγχο θανάτου εκατό ετών ακόμα.
Ο Δυτικός κόσμος πού ήλθε σε επαφή με τους γενίτσαρους, ειδικά η καθολική και συντηρητικών αρχών Ενετία, επειδή θεωρούσε τους γενιτσάρους τεμπέληδες καθώς οι ενετοί έμποροι τους έβλεπαν να κάθονται ολημερίς στα καφενεία να πίνουν μπύρες από μεγάλα ποτήρια (τις μποκκάλες) να καπνίζουν μακρυές πίπες με φούντες και να γελάνε στα στέκια της Κωνσταντινούπολης, ονόμασαν τους τεμπέληδες της πατρίδας τους «Gianizzeri» (Γενιτσάρους). Κατ’επέκτασιν ονόμαζαν έτσι σκωπτικά και τους έλληνες σπουδαστές των πανεπιστημίων τους καθώς αυτοί προέρχονταν από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. (Ο λόγος ελοχεύει στο γεγονός ότι οι προερχόμενοι από ισλαμικές ή ισλαμοκρατούμενες χώρες φοιτητές της εποχής παρουσίαζαν βραδυψυχισμό μέσα στη τάξη ή στις εξετάσεις προαγωγής, δηλαδή μιά συμπεριφορά «αργόστροφη», οφειλόμενη προφανώς στο βέτο της ελεύθερης σκέψης στο οποίο τους εξανάγκαζε ο ισλαμισμός. Έτσι έδιναν εντύπωση ότι ήσαν «κατωτέρας ευφυΐας» στους ενετούς καθηγητές τους σε σύγκριση με τους ευρωπαίους συμφοιτητές τους. Συμπεριλαμβανομένων των ελλήνων, αράβων και σλάβων φοιτητών πού τουρκοκρατούντο οι χώρες τους. Στα δημοκρατικά καθεστώτα ο χρόνος κυλάει γρηγορώτερα και μέσα σε βραχύ χρονικό διάστημα πρέπει να επιτευχθούν πολλά πράγματα. Κάτι αδιανόητο για τους ισλαμιστές πού «είχαν απεριόριστο χρόνο» και ως εκ τούτου σκέπτονταν μοιρολατρικά.
Ο Γενίτσαρος (από τις τουρκικές λέξεις Γενί Τσερί ή Γιανί Τσερί πού σημαίνουν «νέοι στρατιώτες») ήταν στρατιώτης του τακτικού στρατού της Οθωμανικής Τουρκικής Αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί ήσαν οι πρώτοι πού επινόησαν τακτικό στρατό στους νεώτερους χρόνους δίνοντάς τους ένα τεράστιο προτέρημα έναντι των ευρωπαϊκών χωρών. Τα Γενιτσαρικά Σώματα διαμορφώθηκαν γύρω στο 1380 από τον Σουλτάνο Murad Bey τον Α’ (παρόλο πού τότε δεν αποκαλείτο «Σουλτάνος», οι οθωμανοί κυβερνήτες έλαβαν όλοι αυτόν τον τίτλο). Οι Γενίτσαροι διήρκησαν έως το 1826, όταν μετά από τις πολλές τους εξεγέρσεις και την αυξάνουσα ανεπάρκεια οδήγησαν στην κατάργηση των σωμάτων και την αντικατάστασή τους από έναν εκνεωτερισμένο στρατό. Οι γενίτσαροι αντικατέστησαν τον φεουδαρχικό γαζή στρατό με έναν πυρήνα πού συνίστατο από ένα μικρό σώμα (περίπου 1.000 - 20.000 πεζών αρχικά) εκπαιδευμένων επαγγελματιών στρατιωτών πού ήσαν υποτίθεται πιστοί μόνον στον σουλτάνο. Είχαν τη δική τους ορχήστρα παρέλασης και τη μουσική τους και φοβερούς στροβιλίζοντες δερβίσηδες πού έμελλε να γίνουν κακόφημοι στην Ευρώπη και τη Ρωσσία. (Οι δερβίσηδες φανατικοί μουσουλμάνοι ιερωμένοι προηγούντο των γενιτσάρων ή του στρατού. Εμψύχωναν τον στρατό ώστε να πράξουν βιαιότητες και ωμότητες καθώς το επέβαλλε ο «Αλλάχ»! Προσεύχονταν κατά των απίστων με κατάρες επικαλώντας την συντριβή τους για τους οποίους δεν επέδειχναν οίκτο. Λίγο προτού ξεσπάσει η μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στα 1822, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος από ένα παράθυρο του Χανίου – πανδοχείου της εποχής – συνομίλησε με τον πονηρό δερβίση του συντάγματος του Ομέρ Βρυώνη πού είχε περικυκλώσει το χάνι. Κάποια στιγμή μετά τις αλλαζονικές ρήσεις και προσβολές του δερβίση, ο Ανδρούτσος τον ρώτησε «Δεν φοβάσαι βλάμη δερβίση;» (Ο δερβίσης είχε πάει μπροστά με το άλογό του και είχε απομακρυνθεί από το στράτευμα υπερτιμώντας τον εαυτό του). Ο δερβίσης απάντησε «Φοβάται ο λύκος το λαγό, ωρέ γκιαβούρ Πασά; !!!». Οπότε χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο Ανδρούτσος του την «άναψε» λέγοντας «Στο όνομα του Σταυρού, προσκύνα βλάμη δερβίση!». Τότε ξέσπασε η μάχη και το άγριο βάρβαρο στίφος των τουρκαλβανών όρμηξε με τσεκούρια και σκαπάνες για να κατεδαφίσει το «παληολίθι» καθώς το πανδοχείο εκείνο ήταν παλαιάς κατασκευής και παραδοσιακά οικογενειακό πού ο ιδιοκτήτης του διέθεσε για τον αγώνα χάνοντάς και τη ζωή του στη μάχη εκείνη. Το υπερασπίζονταν περίπου 200 έλληνες αγωνιστές πού προσήλθαν εκεί από όλη την Ελλάδα. Η μάχη της Γραβιάς είναι συνεπώς «πανελληνική» και όχι τοπικού χαρακτήρος όπως άλλες. Αφορά και τιμά όλους τους έλληνες αλλά και όλον τον ελεύθερο κόσμο.).
Κατά τα τέλη του 15ου αιώνα θα πρέπει να υπήρχαν χιλιάδες Γενίτσαροι. Επιπρόσθετοι επαρχιακοί Τιμαριώτες, γύρω στις 40 χιλιάδες στρατιώτες κατά τον 15ο αιώνα, διαμόρφωναν το υπόλοιπο των Οθωμανών στρατιωτών. Όπως άλλοι στρατιώτες της εποχής εκείνης οι Γενίτσαροι ήσαν στρατιώτες επί μισθώ, πλήρους απασχόλησης, πού κατεβάλετο τοις μετρητοίς είτε σε περίοδο πολέμου είτε σε ειρήνη. Κατά το πόλεμο, λάμβαναν ποσοστό των λαφύρων.
Αρχικά οι Γενίτσαροι στρατολογούντο από τους αιχμαλώτους πολέμου. Αργότερα στρατολογούντο από τη συστηματική απαγωγή (παιδομάζωμα) των χριστιανοπαίδων από τις οικογένειές τους σύμφωνα με το σύστημα του Ντεβσιρμέ, το οποίο τους ανέτρεφε σαν στρατιώτες ήδη από μικρή ηλικία (από τα 8 έτη της ηλικίας έως και τα 20 έτη) σε ειδικές ακαδημίες. Εξαναγκάζονταν δια της βίας να προσηλυτιστούν στον Ισλαμισμό καθώς ως μη μουσουλμάνοι δεν τους επιτρεπόταν να φέρουν όπλα. (Ισλαμισμός συνεπώς και όπλα ή πόλεμος – «ιερός Πόλεμος» – είναι ταυτόσημες έννοιες!)
Οι γενίτσαροι αρχικά ήσαν τοξότες, αλλά η γενιτσαρική δύναμη έγινε ιδιαίτερα σημαντική με την εισαγωγή των πυροβόλων όπλων. Το Πεζικό πού έφερε μουσκέττα (είδος τυφεκίων του μεσαίωνα) αποδείχθηκε πιό αποτελεσματικό απ’ότι το ιππικό πού ήταν οπλισμένο με σπαθί και ακόντιο, αλλά τέτοιοι στρατιώτες απαιτούσαν έντονη εκπαίδευση. Μόνον ένας τακτικός στρατός μπορούσε πραγματικά να κατέχει το χειρισμό των πυροβόλων όπλων με τα στρατιωτικά γυμνάσια του πεζικού. Οι Γενίτσαροι υιοθέτησαν τα πυροβόλα όπλα κατά τον 15ο αιώνα. Τον 16ο αιώνα, το κυρίως όπλο των γενιτσάρων ήταν το μουσκέττο. Οι γενίτσαροι έκαναν επίσης εκτενή χρήση των πρώϊμων χειροβομβίδων (γρενάρδων) και των κανονιών.
Οι Οθωμανοί στην ακμή τους είχαν ένα επεξεργασμένο σύστημα επιμελητείας και βοηθητικά συστήματα υποστήριξης. Ο Οθωμανικός στρατός είχε σώμα μηχανικών κατασκευής δρόμων, σώμα πού έστηνε τις σκηνές κατασκευάζοντας στρατόπεδο, σώμα πού έψηνε ψωμί, και το σώμα επιμελητείας cebeci πού διαχειριζόταν τα όπλα και τα πυρομαχικά. Οι Γενίτσαροι είχαν επίσης ιατρικά σώματα πού απαρτίζονταν από Μωαμεθανούς και Ιουδαίους ιατρούς και οι τούρκοι είχαν οργανώσει νοσοκομεία στο πεδίο μάχης. Αυτοί οι νεωτερισμοί κατέστησαν τον οθωμανικό στρατό ως την πλέον τρομερή δύναμη της Ευρώπης για μιά μακρά περίοδο. (Όσο οι σουλτάνοι είχαν κίνητρα νεωτερισμού κάνοντας χρήση μοντέρνων αντιλήψεων – όπως ο Μεχμέτ ο Β’ ο Καταστροφέας – εισάγοντας νέες τεχνικές και ευφυή όπλα η νίκη και οι επιτυχίες στεφάνωσαν τα όπλα τους και τον επεκτατισμό τους. Μόλις οι μεταγενέστεροι σουλτάνοι παραδόθηκαν στη μοιρολατρεία και στις «παραδοσιακές συνήθειες» οι νεωτεριστικές αντιλήψεις αποκεφαλίστηκαν στην Τουρκία με αποτέλεσμα αυτή να παρακμάσει και να καταστεί «ο Μεγάλος Ασθενής» πού πέθανε οριστικά στα 1918 με την ήττα της Τουρκίας στον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο, με αυτήν την ήττα έπεσε και το σουλτανάτο).
Αρχικά, οι Γενίτσαροι είχαν λίγα δικαιώματα και δεν τους επιτρεπόταν να παντρευτούν έως ότου αποστρατευθούν για σύνταξη. Έτρεφαν μουστάκια, αλλά όχι γένεια, πού αποτελούσε στοιχείο των ελευθέρων ανθρώπων. Τον 15ο αιώνα, οι Γενίτσαροι είχαν καταστεί μιά ισχυρά πολιτική δύναμη μέσα στο οθωμανικό κράτος και βαθμηδόν τους παραχωρούνταν μεγαλύτερα δικαιώματα τα οποία τους κατέστησαν υπερβολικά αυτόνομους και απειλή για το κράτος. Τον 16ο αιώνα τους επετράπη να παντρεύονται και οι γιοί τους έστω και εάν είχαν γεννηθεί μουσουλμάνοι, μπορούσαν να μπούν στον στρατό. Το 1648 οι Γενίτσαροι καθαίρεσαν και δολοφόνησαν τον σουλτάνο Ιμπραχίμ τον Α’. Εικόνα: Σουλτάνος Ιμπραχίμ ο Α’ (1615-1648), από το 1640 ηγέτης της Τουρκίας, δολοφονήθηκε μετά την ανατροπή του από τους γενίτσαρους. (Πολεμικό Μουσείο Κωνσταντινουπόλωες. Φωτογραφία Ρ. Διαμαντή)
[Ένας από τους πλέον διάσημους οθωμανούς Σουλτάνους, ο Ιμπραχίμ, αφέθηκε ελεύθερος από το Kafes (ειδική φυλακή για εν δυνάμει κληρονόμους του θρόνου), και διαδέχθηκε τον αδελφό του, Μουράτ τον Δ’ (1623–40), το 1640, παρόλο πού ήταν κατά των επιθυμιών του Μουράτ του Δ’, πού είχε δώσει εντολή να τον σκοτώσουν μόλις αυτός πεθάνει. Ο Ιμπραχίμ ο Α’, αφέθηκε να ζήσει καθώς ήταν πολύ τρελλός για να αποτελεί απειλή. Ο Ιμπραχίμ έφερε την αυτοκρατορία στο χείλος της καταστροφής σε πολύ βραχύ χρονικό διάστημα. Είναι γνωστό ότι είχε μανία με τις χοντρές γυναίκες, αναθέτοντας επειγόντως στους πράκτορές του να βρούν την παχύτερη δυνατόν γυναίκα. Μιά υποψήφια εντοπίστηκε στη Γεωργία, ή την Αρμενία, πού ζύγιζε πάνω από 165 κιλά (330 λίτρες) και της δόθηκε το παρατσούκλι Sheker Pare («κομμάτι ζάχαρης»). Ο Ιμπραχήμ ξετρελλάθηκε από τη χαρά του και ήταν τόσο ευχαριστημένος μαζί της ώστε της έδωσε κυβερνητική σύνταξη και το τίτλο του Γενικού Κυβερνήτου της Δαμασκού. Όταν άκουσε φήμες ότι οι παλλακίδες του είχαν εκτεθεί με άλλον άνδρα, έπνιξε 280 μέλη του χαρεμιού του στα νερά του Βοσπόρου. Τον είχαν δεί να ταΐζει με νομίσματα τα ψάρια πού ζούσαν στη λίμνη του παλατιού. Αυτά τα κατορθώματα, του απέδωσαν το παρατσούκλι «ο τρελλός» για μάλλον προφανείς λόγους.]
Η υπηρεσία στους γενιτσάρους έγινε τόσο επιθυμητή ώστε στα 1683, ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ’ κατάργησε το παραδοσιακό σύστημα του ντεβσιρμέ (παιδομαζώματος) και τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μωαμεθανοί ελεύθεροι άρρενες αιτούσαν ή έστελναν τους γιούς τους πρόθυμα να υπηρετήσουν σαν γενίτσαροι. Οι Γενίτσαροι συμπλήρωναν τα έσοδά τους με χρήματα πού απεκόμιζαν από το εμπόριο και άλλες δραστηριότητες, χάνοντας την στρατιωτική τους πειθαρχία και δημιουργώντας συμφέροντα πού συχνά ήσαν αντίθετα εκείνων του σουλτάνου. Ήσαν εσωτερικά εργαλεία και μύστες της παλατιανής ίντριγκας και εξεγέρθησαν πολλές φορές. Τη δεκαετία του 1820 υπήρχαν γύρω στους 135.000 γενιτσάρους, πού αποτελούσαν μιά ακριβή πλέον οικονομική απώλεια για τα ολοένα ισχνά έσοδα της αυτοκρατορίας. Οι Γενίτσαροι εμπόδισαν τον εκνεωτερισμό του στρατού, ο οποίος θα μπορούσε να καταργήσει τα προνόμια τους και ίσως να τους αντικαταστήσει με περισσότερο πειθαρχημένα μοντέρνα στρατεύματα.
Σειρά ταφών και επιτυμβίων στηλών Γενιτσάρων πού έπεσαν στην Κωνσταντινούπολη
κατά τις περιόδους των εξεγέρσεών τους κατά των σουλτάνων.
κατά τις περιόδους των εξεγέρσεών τους κατά των σουλτάνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου