Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Καταρράκτης: Ποιος ο τρόπος αντιμετώπισής του;


Καταρράκτης: Ποιος ο τρόπος αντιμετώπισής του;

O Ιωάννης Μάλλιας MD, Phd, Χειρουργός Οφθαλμίατρος, Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Μετεκπαιδευθείς στην Οφθαλμολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Columbia των ΗΠΑ, Διευθυντής Οφθαλμολογικού Τμήματος Mediterraneo Hospital, εξηγεί στο Υγείαonline.gr, τι είναι ο καταρράκτης, πως επηρεάζει την ποιότητα της ζωής μας και ποιος είναι ο σύγχρονος τρόπος αντιμετώπισής του.




Για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μάτι, συχνά το παρομοιάζουμε με φωτογραφική μηχανή. Με τον ίδιο τρόπο που ο φακός της φωτογραφικής μηχανής εστιάζει το φως στο φωτογραφικό φιλμ, έτσι και ο φακός του ματιού εστιάζει τις ακτίνες του φωτός επάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα που βρίσκεται στο πίσω μέρος του οφθαλμού.

Σε περίπτωση που ο φακός της φωτογραφικής μηχανής δεν είναι καθαρός, τότε η φωτογραφία που θα βγει θα είναι θολή. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν θολώσει ο φυσικός φακός του ματιού, τότε μειώνεται η ευκρίνεια της εικόνας που φθάνει στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, με αποτέλεσμα να έχουμε θάμβος οράσεως.



Όπως συμβαίνει σε κάθε ιστό του ανθρωπίνου σώματος, έτσι και τα παλιά κύτταρα του φακού του ματιού αντικαθίστανται συνεχώς από νέα. Με την πάροδο του χρόνου τα παλιά κύτταρα αθροίζονται μέσα στον ίδιο το φακό και δημιουργούν εμπόδιο στη διάδοση του φωτός προς τον αμφιβληστροειδή. Συνεπώς ο καταρράκτης(η θόλωση του φακού του ματιού) είναι ένα φυσικό αποτέλεσμα γήρανσής του. Συνήθως εμφανίζεται μετά την 6η δεκαετία και η συχνότητα του αυξάνει στην 7η και 8η δεκαετία της ζωής. Σπανιότερα μπορεί να παρατηρηθεί σε νεαρούς ενήλικες ή ακόμη και σε παιδιά. Η εμφάνισή του διαφέρει από ασθενή σε ασθενή. Μπορεί να περάσουν μήνες ή και χρόνια μέχρις ότου ο καταρράκτης να φθάσει σε σημείο που να επηρεάσει σημαντικά την όραση. Σπανιότερα μπορεί να αναπτυχθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά από τραυματισμό, σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή άλλα μεταβολικά νοσήματα.

Τα συμπτώματα του καταρράκτη διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή. Σε μερικούς ασθενείς παρατηρείται μείωση της κεντρικής όρασης. Άλλοι ασθενείς αναφέρουν μειωμένη όραση τη νύχτα, ενώ κάποιοι διαμαρτύρονται για δυσκολία στην οδήγηση λόγω θάμβους από τα φώτα των αυτοκινήτων από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ή έχουν δυσκολία στο διάβασμα και ευαισθησία στο φως του ήλιου. Άλλοι ομάδα ασθενών παραπονείται ότι τα χρώματα φαίνονται ξεθωριασμένα.


Επάνω αριστερά (καταρράκτης): Η εικόνα είναι θολή και τα χρώματα ξεθωριασμένα. Κάτω δεξιά (φυσιολογική όραση): Φυσιολογική ευαισθησία στην αντίθεση. Τα χρώματα φαίνονται πιο έντονα
Η διάγνωση του καταρράκτη μπορεί να γίνει μόνο μετά από μια λεπτομερή οφθαλμολογική εξέταση. Ο οφθαλμίατρος με τη χρήση της σχισμοειδούς λυχνίας εξετάζει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του καταρράκτη(όπως την πυκνότητα)και ελέγχει αν αυτός είναι υπεύθυνος για τη μειωμένη όραση ή μήπως συνυπάρχουν άλλες παθήσεις που ευθύνονται για τη μείωση αυτή.











Προς το παρόν δεν υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία που να προλαμβάνει τον καταρράκτη ή να τον θεραπεύει όταν αυτός εμφανιστεί. Η μόνη θεραπεία του είναι η χειρουργική αφαίρεση. Η απόφαση για την χειρουργική αντιμετώπιση θα γίνει από τον ασθενή και τον ιατρό μαζί και θα στηριχθεί στο βαθμό που ο καταρράκτης μειώνει την όραση και επηρεάζει τις καθημερινές δραστηριότητες του ασθενούς.(οδήγηση, διάβασμα, τηλεόραση, χόμπι που απαιτούν καλή όραση, κ.α.).

Η επέμβαση γίνεται κατά κανόνα με τοπική αναισθησία με σταγόνες και δεν απαιτείται η παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο. Η αφαίρεση του καταρράκτου γίνεται κατά κανόνα μέσα από μία μικροσκοπική τομή με τη μέθοδο της φακοθρυψίας.


Σχηματική απεικόνιση της χειρουργικής εξαίρεσης του καταρράκτη
με τη μέθοδο της φακοθρυψίας
Στη θέση του καταρρακτικού φακού τοποθετείται αναδιπλούμενος ενδοφθάλμιος φακός , ο οποίος μπαίνει μέσα στο μάτι μέσα από την μικροσκοπική τομή που προαναφέρθηκε. Στις περισσότερες περιπτώσεις η τομή αυτή παραμένει στεγανή στο τέλος της επεμβάσεως και δεν χρησιμοποιούνται ράμματα για το κλείσιμο της. Πριν την επέμβαση προηγείται η μέτρηση της διαθλαστικής δύναμης του ενδοφακού που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί.


Σχηματική απεικόνιση ενδοφακού
Μετεγχειρητικά ο ασθενής πρέπει να ενσταλλάζει αντιβιοτικές και αντιφλεγμονώδεις σταγόνες, συνήθως για 1 μήνα, καθώς επίσης θα πρέπει να εξεταστεί από τον ιατρό του σε τακτικά χρονικά διαστήματα για να πιστοποιηθεί η καλή μετεγχειρητική πορεία. Η αποκατάσταση της όρασης διαφέρει από ασθενή σε ασθενή και εξαρτάται κυρίως από την πυκνότητα του καταρράκτη. Συνήθως οι περισσότεροι ασθενείς μπορούν να επιστρέψουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες μετά από μερικές μέρες.

Η επέμβαση του καταρράκτη είναι από τις πιο επιτυχείς επεμβάσεις στην ιατρική, με ποσοστό επιτυχίας που φθάνει το 99%. Παρολαυτά επιπλοκές μπορούν να συμβούν σε μικρό ποσοστό. Οι περισσότερες από αυτές(αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης, αυξημένη μετεγχειρητική φλεγμονή κ.α.) αντιμετωπίζονται επιτυχώς είτε με φάρμακα είτε με επανεπέμβαση. Επιπλοκές που μπορούν να οδηγησουν σε μόνιμη μείωση της όρασης είναι ευτυχώς πάρα πολύ σπάνιες

Δεν υπάρχουν σχόλια: