4.1.2012 | 23:49
Μια άλλη τρόικα
Τρεις ξένοι περιηγητές βλέπουν την κατάντια της Ελλάδας και ψάχνουν να βρουν τι φταίει στον αριστουργηματικό «Ρωσσαγγλογάλλο» του 1805.
Στον «Ρωσσαγγλογάλλο», αυτό το εξαιρετικό κείμενο ανώνυμου συγγραφέα των αρχών του 19ου αιώνα, τρεις περιηγητές, ένας Ρώσος, ένας Άγγλος κι ένας Γάλλος, «κάμνοντες την περιήγησιν της Ελλάδος και βλέποντες την αθλίαν της κατάστασιν» ψάχνουν να μάθουν την αιτία της παρακμής ρωτώντας έναν αρχιερέα, έναν έμπορο, έναν πολιτικό κι ένα φιλέλληνα. Κανείς όμως από αυτούς δε δίνει δεκάρα τσακιστή για την Ελλάδα.
Ποτέ το προεπαναστατικό αυτό έργο δεν ήταν τόσο επίκαιρο όσο σήμερα.
Οι δήθεν ανήξεροι ξένοι
Δεν είσθ' εσείς απόγονοι εκείνων των Ελλήνων, των ελευθέρων, των σοφών και των φιλοπατρίδων; Και πώς εκείνοι απέθνησκον δια την ελευθερίαν, και τώρα εσείς υπόκεισθε εις τέτοιαν τυραννίαν;
Και ποίον γένος ως εσείς εστάθη φωτισμένον εις την σοφίαν, δύναμιν, κ' εις όλα ακουσμένον; Πώς νυν εκαταστήσατε την λάμπουσαν Ελλάδα! Βαβαί! ως ένα σκέλεθρον, ως σκοτεινήν παστάδα! Ομίλει, φίλτατε Γραικέ, είπε μας την αιτίαν, μη κρύψης τίποτες ημών, λύε την απορίαν.
Ο Φιλέλληνας που γκρινιάζει
Ελλάς, και όχι άλλη, ήτον, ως λέτε, τόσον μεγάλη. Νυν δε αθλία και αναξία επειδή άρχει η αμαθία. Εγώ να μείνω, πάσχω απ' εκείνο έως θανάτου, το ιερατείον, και από άλλους, μικρούς, μεγάλους, και της Ελλάδος σφοδρούς αντιπάλους.
Ο Μητροπολίτης που θέλει λεφτά και γκόμενες
Εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω, ούτε ξεύρω να τον νοματίζω. Τρώγω πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν, δεν δοκιμάζω την τυραννίαν. Τότε υποφέρω αδημονίαν, όταν με βλάπτουν στην επαρχίαν. Αυτή του Τούρκου η τυραννία σε μένα είναι ζωή μακαρία. Το ράσον τούτο αφού εφόρεσα, ζυγόν κανένα εγώ δεν εγνώρισα. Δύο ποθώ, ναι, μα τες εικόνες, άσπρα (λεφτά) πολλά και καλές κοκόνες. Περί δε της Ελλάδος, που λέτε, ολίγον με μέλει, αν τυραννιέται. Αν βαστάζη χωρίς να στενάζη, όλες τις αμαρτίες εβγάζει. Με θλίβει η μικρή επαρχία, ελπίζω δ' άλλην, πλέον πλουσία. Και οι κοκόνες είναι μέγα θαύμα, ευκολύνουν γαρ το κάθε πράγμα.
Οι ξένοι ακούγοντας τον μητροπολίτη συμπεραίνουν:
Ω δυστυχία των Γραικών, γένος πεπλανημένον, πόσα κακά υποφέρετε εκ των ιερωμένων!
Ο έμπορος που δεν βάζει το χέρι στην τσέπη
ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗΣ
Το γένος μου το κλαίω, ότ' είναι στον ζυγόν, μα δια ελευθερίαν δεν δίδω οβολόν∙ Εγώ άσπρα δανείζω εις όσους αγρικώ, ότι έχω να τα λάβω με κέρδος αρκετό μα όταν εγνωρίζω πως δεν τα αβγατώ, τότε βαθιά τα θάπτω κι ουδέ τα μαρτυρώ. Ημείς, το πλείστον μέρος εκ των πραγματευτών θέλομεν πάντα άσπρα, κι ας έχομεν ζυγόν τα πλούτη μας ευφραίνουν και μας παρηγορούν.
Ο πολιτικός που «τ’ αρπάζει»
ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ
Εδειχνα εις όλους πως είμαι ευεργέτης, ουδείς δ' ετόλμα να φανή ως προπέτης. Εάν πολλ' άσπρα τους άρπαξα βιαίως, πάλιν στους Τούρκους τα 'δωσα δια χρέος. Τους πτωχούς σκληρά τους τυραννούσα, καλά εζούσα, κι όλους τους εκδικούσα.
Χάπι εντ: Η τρόικα συναντά στο δρόμο την Ελλάδα, που «τα χώνει» στους ξένους
ΑΓΓΛΟΣ
Ρώσσε και Γάλλε, βλέπετε εκείνην την γυναίκα; Άραγε τι να έπαθεν η δυστυχής η Γραίκα; Ξυπόλυτη, ακτένιστη και όλη πληγωμένη, και μέσα εις τα δάκρυα όλη βεβυθισμένη. Ας πλησιάσωμε κοντά να ίδωμε τι έχει, και κάθε ένας απ' ημάς την βοηθεί ως θέλει.
ΓΑΛΛΟΣ
Τα αίματά της έγιναν μια φοβερά πλημμύρα. Ω δυστυχής Ελλήνισσα, πώς σ' εύρε τέτοια μοίρα; Και ποία άλλη ως εσύ βαστούσε αυτούς τους πόνους, να μη πεθάνη παρευθύς, μα να 'χη ακόμη τόνους;
ΡΩΣΣΟΣ
Ουαί! Το στήθος της κτυπά και τα μαλλιά μαδίζει, και μετ’ αυτά τα δάκρυα και τας πληγάς σφογγίζει, Κοιτάξετε τους πόδας της, ειν' αλυσοδεμένοι και οι μαστοί της παντελώς ειν' καταξηραμένοι.
Η ΕΛΛΑΣ
Το όνομά μου ειν' Ελλάς, κοινώς δε και Γραικία, η πριν λαμπρά και ένδοξος, τώρα δε παναθλία.
Γένη σκληρά και ύπουλα, φυλαί γεμάται δόλον, μη λέτε πρόφασες ψευδείς, με φέρετε γαρ πόνον.
(στο Ρώσο)
Εάν καλούς γνωρίζετε αυτούς τους καλογήρους, και από τους άρχοντας πολλούς, ωσάν αυτούς ομοίους, ποτέ δεν τους εστέλνετε να ζουν στο μοναστήρι
(στο Γάλλο)
Μα κ' εσύ, Γάλλε, θαυμάζεις; Φαίνεταί μοι πώς με παίζεις.
(και στους τρεις)
Τας πληγάς και τραύματά μου, που μου δίδουν τα παιδιά μου, ίσως έχουν και αιτίαν ότι γίνονται με βίαν. Πώς δε να αλησμονήσω και παντού να μη κηρύσσω ότι εισθ' εσείς αιτία οπού φέρω 'γώ μυρία; Μα πού φιλανθρωπία; λείπει από σας φιλία. Τρέφεται η κακία. Άρχ' η μισανθρωπία Λόγω φωνείτε πως με πονείτε, έργω δε τον χαμόν μου ποθείτε.
Ουαί σοι, τάλαινα Ελλάς, τι σ' έμελλε να πάθης! Από τυράννους και δικούς ω πώς εκατεστάθης! Ξένοι σ' ακούν, στενάζουσι και συνθρηνούν μαζί σου, και τα δικά σου τα παιδιά αυξαίνουν την πληγή σου!
Το πλήρες κείμενο του «Ρωσσαγγλογάλλου» διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στον "Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας" => εδώ Για το έργο διάβασε το βιβλίο του Κ.Θ. Δημαρά, Ο ρωσσαγγλογάλλος. Κριτική έκδοση με προλεγόμενα, Εκδόσεις Πορεία Αθήνα 1999 και ρίξε μια ματιάεδώ, εδώ κι εδώ.
Οι εικόνες προέρχονται από τα ψηφιακά αποθετήρια της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης http://ouranos.afs.edu.gr/dspace/ και του φωτοαρχείου του Marburg http://www.bildindex.de .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου