Τρίτη, 28 Φεβρουαρίου 2012
Η αλήθεια για τον Ελληνικό Ορυκτό Πλούτο (II)
του Πέτρου Τζεφέρη, δρ. μηχανικού μεταλλείων -Κι ακόμη το βασικότερο, δεν φτάνουν μόνο τα in situ κοιτάσματα και οι εκτιμήσεις για την αξία τους. Θα πρέπει να προσδιορισθούν και να ιεραρχηθούν οι στρατηγικές επιλογές για το μέλλον, να οριοθετηθεί και να χαραχθεί ο «οδικός χάρτης» βέλτιστης αξιοποίησης και βιώσιμης εκμετάλλευσης των ορυκτών πόρων. Κοντολογίς, είναι απαραίτητο εκτός από τα κοιτάσματα, να έχουμε και σχέδιο για τα κοιτάσματα από την φάση της έρευνας μέχρι τη φάση της αποκατάστασης.
Χρειαζόμαστε Εθνική Πολιτική, μια σταθερή στους στόχους της (αλλά συγχρόνως ανατροφοδοτούμενη) πολιτική που θα διασφαλίζει διαχρονικά τον εφοδιασμό της κοινωνίας μας με ορυκτούς πόρους. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να στοχεύει στην ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η Ελλάδα στον τομέα και που έχουν απαξιωθεί σημαντικά έως ανεπανόρθωτα. Θα πρέπει να εναρμονίζεται με άλλες τομεακές πολιτικές, να συμφωνεί εμπράκτως με τις περιβαλλοντικές επιταγές και τις βασικές αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης αλλά και να συνυπολογίζει τα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης και του διεθνούς ανταγωνισμού. Και πολλά άλλα που απαιτούν λύσεις, αν ήθελε αποφασιστεί κεντρικά ή μεταλλευτική ανάπτυξη του τόπου.Για παράδειγμα, πώς νομίζετε ότι η Κίνα κατάφερε μέσα σε μια 30ετία να γίνει η «silicon valley» των σπάνιων γαιών; Και να μην διαθέτει μόνο το μονοπώλιο της παραγωγής (πάνω από 90%) αλλά πλέον και της κατανάλωσης των κατεργασμένων προϊόντων (σχεδόν 70%) αφού ολες οι hi-tech εταιρείες «υποχρεώνονται» να εγκαταστήσουν εργοστάσια επεξεργασίας σπανίων γαιών στην Κίνα: Όχι φυσικά μόνο με ένα απλό γεωπολιτικό παιχνίδι, αλλά με μια μακροπρόθεσμη βιομηχανική πολιτική, σκληρή και σε ορισμένες περιπτώσεις περιβαλλοντικά απορριπτέα και ανάλγητη. Με μια διαχρονική τακτική ελέγχου των εισαγωγών/εξαγωγών μέσω φορολογικών (αντι)κινήτρων και παράλληλα με την παντοιοτρόπως ενθάρρυνση της εγκατάστασης μονάδων χημικής επεξεργασίας των σπάνιων γαιών εντός της Κίνας παρότι αυτές δεν χαρακτηρίζονται από περιβαλλοντική ασφάλεια.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θέλουμε μια τέτοια μακιαβελική και ανάλγητη για το περιβάλλον πολιτική για τους δικούς μας ορυκτούς πόρους. Εντούτοις, στον τόπο μας δυστυχώς δεν έχουμε κατανοήσει διαχρονικά ούτε το αυτονόητο, ότι δηλ. όταν διαθέτεις κοιτάσματα πρέπει να ενδιαφερθείς γι’ αυτά, να χρησιμοποιήσεις επωφελώς και ποικιλοτρόπως αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα!
Εχουμε κοιτάσματα, αλλά μας λείπει ο στρατηγικός σχεδιασμός και το ευέλικτο νομοθετικό πλαίσιο για την βιώσιμη αξιοποίησή τους αλλά και η πειθώ απέναντι στις (τοπικές) κοινωνίες ότι θα τηρηθούν οι τεχνικές και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις. Εχουμε κοιτάσματα αλλά δεν στέλνουμε το σωστό μήνυμα στους σωστούς αποδέκτες με αποτέλεσμα να υφίσταται διάχυτη η αντίληψη ότι «καλύτερα να τα αφήσουμε θαμμένα στο υπέδαφος αν πρόκειται να μην ωφεληθούμε από αυτά ως πολίτες και ως πολιτεία αλλά αντίθετα να βλάψουμε το περιβάλλον μας από την εξόρυξη και επεξεργασία τους»
Εχουμε, για παράδειγμα, κοιτάσματα λιγνίτη, δεν διαθέτουμε όμως ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα βέλτιστης αξιοποίησής τους (έστω σταδιακής απεξάρτησης από αυτούς) με σαφείς περιβαλλοντικούς κανόνες που θα μας επιτρέπουν να μην “κρύβουμε” την ύπαρξή τους, όπως κάνουν ορισμένοι πολιτικοί μας που τους έχουν πλήρως εξαφανίσει από τις ατζέντες τους φοβούμενοι μην τους καταλογίσει κανείς περιβαλλοντική άγνοια ή αδιαφορία για το global warming. Γιατί , αλήθεια, το CCS θεωρήθηκε ως μη ώριμη τεχνολογία και δεν προωθήθηκε στον τόπο μας ούτε σε ερευνητικό ούτε σε πιλοτικό επίπεδο;
Διαθέτουμε κοιτάσματα πολυτίμων μετάλλων αλλά δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να καταδείξουμε ότι η στάθμιση κόστους-οφέλους για την εξόρυξη κι επεξεργασία τους μπορεί να αποβαίνει τελικά θετική για τον πολίτη και τις τοπικές κοινωνίες με αποτέλεσμα η όποια σχετική αναπτυξιακή πρωτοβουλία να βρίσκεται διαρκώς υπό τον έλεγχο του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, ενός δικαστηρίου που έχει αναπτύξει νομολογία περί «φειδωλής εξόρυξης»!
Εχουμε ασβεστολιθικά αδρανή εξαιρετική ποιότητας και ποσότητας, εντούτοις, δεν έχουμε καταφέρει (27 χρόνια μετά τον Ν.1428/84) να τα χωροθετήσουμε σωστά εντός θεσμοθετημένων «λατομικών περιοχών» και επιπλέον τα αδειοδοτούμε με τέτοιον τρόπο ώστε ένα μεγάλο μέρος από αυτά να λειτουργούν με υπο-παραθυράκια του νόμου.
Διαθέτουμε υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά δεν έχουμε θεσμοθετήσει ΑΟΖ για να τα εκμεταλλευτούμε! Διαθέτουμε αξιοζήλευτο γεωθερμικό δυναμικό, αλλά δεν έχουμε πλέον στελεχωμένη Γεωλογική Υπηρεσία (ΙΓΜΕ) για να το ερευνήσει περαιτέρω, οπότε αναγκαστικά εκχωρούμε με διαγωνισμούς τόσο το δικαίωμα έρευνας όσο και το δικαίωμα εκμετάλλευσής του. Κι ακόμη υπάρχουν κοιτάσματα που δεν έχουμε ακόμη …ανακαλύψει, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε διασφαλίσει ούτε πόρους για την έρευνα, ούτε τους ερευνητικούς φορείς ούτε το πλαίσιο της έρευνας σε σχέση με ανταγωνιστικές χρήσεις γης ώστε τα νέα κοιτάσματα να χωροθετηθούν ισότιμα με τη ήδη υπάρχοντα.
Γιατί αλήθεια δεν παράγουμε ανοξείδωτο χάλυβα στον τόπο μας από εγχώριες πηγές, ενώ διαθέτουμε τους πρωτογενείς πόρους για την παραγωγή του; Γιατί δεν παράγουμε πλέον σιδηροχρώμιο στον τόπο μας; Γιατί κάθε χρόνο αναρωτιόμαστε αν θα συνεχίσουμε να παράγουμε και σιδηρονικέλιο; Γιατί η ΕΛΣΙ δεν υπάρχει πλέον και η ΛΑΡΚΟ φυτοζωεί παρά το υπερδεκαετές χρηματιστηριακό ράλυ του νικελίου; Γιατί, αλήθεια, δεν έχουμε καμία υδρομεταλλουργία στον τόπο μας όταν ειδικοί επιστήμονες τη θεωρούν ως το μέλλον της μεταλλουργίας, επειδή μπορεί να επεξεργαστεί τα πολύ φτωχά μεταλλεύματα και να δώσει λύσεις σε ειδικά προβλήματα; Γιατί, δεν έχουμε μεταλλουργία χρυσού ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε μία από τις μεγαλύτερες χρυσοπαραγωγούς χώρες της Ευρώπης; Γιατί ο τομέας της ανακύκλωσης και της αξιοποίησης των εξορυκτικών ή μεταλλουργικών αποβλήτων δεν βρίσκεται στην πρωτοπορία;
Ο τομέας του ορυκτού πλούτου, ήταν έναν από τα πρώτα θύματα, του ελληνικού μεταπολιτευτικού «παραγωγικού» μοντέλου που ακολουθήθηκε και που στηρίχτηκε κυρίως σε μεταπρατικές δραστηριότητες και σε ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα. Μία αρκετά ελπιδοφόρα εξορυκτική παραγωγή, με ρίζες στον Μεσοπόλεμο και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, καταδικάστηκε σε σταδιακή απαξίωση και υποκαταστάθηκε από έναν κύκλο επιχειρηματιών, που δυσκολεύονται να σταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό.
Το αναπτυξιακό αυτό μοντέλο χρεωκόπησε και πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό και δεν στηρίξουμε πραγματικά τον κλάδο, τότε τα δισεκατομμύρια θα παραμείνουν για πάντα θαμμένα in situ. Η για την περίπτωση των offshore κοιτασμάτων ενδεχομένως να περάσουν και στα χέρια ξένων αν δεν φροντίσουμε να υπερασπιστούμε δεόντως την διασφάλιση των οικονομικών μας συμφερόντων (ΑΟΖ κλπ) στην περιοχή.
Οχι με γενικές αναφορές σε χορό δις. και τρις. που φωλιάζουν στα έγκατα της γης, όχι μόνο με ημερίδες, όχι με εκπτώσεις στον τομέα του περιβάλλοντος και της ασφάλειας, αλλά με συγκεκριμένα μέτρα τόσο θεσμικά όσο και οικονομικά που θα έχουν μετρήσιμους, ρεαλιστικούς και χρονικά προσδιορισμένους στόχους και θα διαμορφώσουν επενδυτικό κλίμα στον τομέα. Κι ακόμη θα στηρίξουν πραγματικά τη «διοίκηση» των Ορυκτών Πόρων, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στο διοικητικό βάρος (αδειοδότηση και έλεγχος), που αυτή τη στιγμή το υφίστανται κυριολεκτικά καμιά εικοσαριά άνθρωποι που εξυπηρετούν τον τομέα σε κεντρικό επίπεδο!1greek
Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανάρτηση