Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Ο Έμπορος της Βενετίας


Ο Έμπορος της Βενετίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Έμπορος της Βενετίας είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Υπολογίζεται ότι γράφτηκε μεταξύ 1594 και 1597. Αν και ανήκει στις "κωμωδίες" του Σαίξπηρ, έγινε πιο γνωστό για τις δραματικές του σκηνές, όπως η σκηνή στο δικαστήριο, αλλά και για τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Εβραίου Σάιλοκ, που θέτει ερωτήματα αντισημιτισμού.
Ο τίτλος του έργου αναφέρεται στον έμπορο Αντόνιο κι όχι στον ανταγωνιστή του, τον Εβραίο τοκογλύφο Σάιλοκ. Ο Σάιλοκ είναι ένας πολύπαθος χαρακτήρας, αλλά είναι κι αυτός που προκαλεί το μαρτύριο του Αντόνιο, με αποτέλεσμα η απέχθεια ή η συμπάθεια για το πρόσωπό του να επαφίεται στην κρίση του κοινού.

Πίνακας περιεχομένων

  [Απόκρυψη

Υπόθεση του έργου [Επεξεργασία]

Ο Μπασάνιο, ένας νεαρός από τη Βενετία, θέλει να ταξιδέψει στο Μπελμόντε για να πολιορκήσει την όμορφη και πλούσια κληρονόμο Πόρσια. Γι' αυτό ζητά βοήθεια από το φίλο του, τον έμπορο Αντόνιο, προκειμένου να του δώσει 3000 δουκάτα για τα έξοδα του ταξιδιού του για 3 μήνες. Καθώς όλα τα πλοία του Αντόνιο δεν έχουν ακόμα ολοκληρώσει τα ταξίδια τους στη θάλασσα, ζητά δάνειο από τονΕβραίο τοκογλύφο Σάιλοκ. Καθώς ο Αντόνιο είχε καταφερθεί εναντίον του, κακόβουλα ο Σάιλοκ προτείνει τον εξής όρο στο συμβόλαιο: αν ο έμπορος Αντόνιο αδυνατεί να ξοφλήσει το δάνειό του μέσα στον ορισμένο χρόνο, ο Σάιλοκ θα πάρει μια λίβρα σάρκας από οποιοδήποτε μέρος του σώματός του. Ο Αντόνιο, έκπληκτος από τη "γενναιοδωρία" του Σάιλοκ που δε ζητεί χρήματα ως αντάλλαγμα, αποδέχται τον όρο κι έτσι ο Μπασάνιο, μαζί με το φίλο του, Γκρατσιάνο, φεύγουν για το Μπελμόντε.
Στο Μπελμόντε, η Πόρσια πολιορκείται από μνηστήρες. Στη διαθήκη, όμως, που άφησε ο πατέρας της, έχει ως όρο ότι όλοι οι μνηστήρες θα πρέπει να διαλέξουν ένα από τρία κουτιά: ένα χρυσό, ένα ασημένιο κι ένα από μολύβι. Ένα από τα τρία περιέχει ένα μικρό πορτρέτο της Πόρσια κι αυτός που θα το βρει θα την κερδίσει. Μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες από τους Πρίγκιπες του Μαρόκου και της Αραγωνίας, ο Μπασάνιο διαλέγει το μολυβένιο κουτί και κερδίζει την Πόρσια. Τα άλλα δυο κουτιά περιέχουν περιπαικτικούς στίχους: από εδώ προέρχεται κι η γνωστή φράση "Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός".
Στη Βενετία, μαθαίνεται πως όλα τα καράβια του έμπορου Αντόνιο έχουν χαθεί στη θάλασσα κι έτσι αδυνατεί να ξεπληρώσει το δάνειο. Ο Σάιλοκ βάζει να συλλάβουν τον Αντόνιο, αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση από τους Χριστιανούς, καθώς η κόρη του, Τζέσικα, κλέφτηκε με το νεαρό Λορέντζο κι έγινε Χριστιανή. Τα νέα φτάνουν στο Μπελμόντε, όπου οι δυο νιόπαντροι φίλοι, Μπασάνιο και Γκρατσιάνο, επιστρέφουν εσπευσμένα στη Βενετία, ενώ οι σύζυγοί τους, Πόρσια και Νερίσσα, αποφασίζουν να συμβουλευτούν το δικηγόρο Μπελάριο, ξάδερφο της Πόρσια στην Πάδοβα.
Η δραματική κορύφωση του έργου πραγματοποείται στο δικαστήριο του Δόγη της Βενετίας. Ο Αντόνιο προσφέρεται να αποζημιώσει το Σάιλοκ με τα διπλά χρήματα (6000 δουκάτα), αλλά ο τοκογλύφος επιμένει κι απαιτεί μια λίβρα σάρκας από τον έμπορο. Ο Δούκας συμβουλεύεται τον Μπαλτάσαρ, έναν νεαρό μελετητή του νόμου, που έχει καταφτάσει με το βοηθό του, που δεν είναι παρά η Πόρσια κι η Νερίσσα μεταμφιεσμένες. Η Πόρσια ζητά από το Σάιλοκ να δείξει έλεος, αλλά εκείνος αρνείται, οπότε το δικαστήριο του επιτρέπει να πάρει αυτό που ζητά από τον Αντόνιο.
Την τελευταία στιγμή, η Πόρσια αναδεικνύει μια λεπτομέρεια: ο όρος έλεγε να αφαιρεθεί μια λίβρα σάρκας, άρα όχι αίμα. Αν ο Σάιλοκ έχυνε αίμα του Αντόνιο, όλη η περιουσία του θα κατασχόταν. Ηττημένος, ο Σάιλοκ αποδέχεται την πληρωμή του με χρήματα, αλλά η Πόρσια αναφέρει ότι η περιουσία του πρέπει να κατασχεθεί, μισή από την κυβέρνηση και μισή από τον έμπορο Αντόνιο, επειδή αποπειράθηκε να αφαιρέσει τη ζωή ενός πολίτη. Ο Δούκας χαρίζει τη ζωή στο Σάιλοκ κι ο Αντόνιο παραχωρεί το μερίδιό του στο Λορέντζο και τη Τζέσικα, ενώ με παρέμβασή του, ο Δούκας υπόσχεται να παραχωρήσει το μισό της περιουσίας του στο Σάιλοκ, αν γίνει Χριστιανός.
Ο Μπασάνιο δεν αναγνωρίζει τη μεταμφιεσμένη σύζυγό του και δέχεται να της προσφέρει ένα δώρο. Ο "Μπαλτάζαρ" ζητά τα γάντια και το δαχτυλίδι του κι εκείνος απρόθυμα τα δίνει, καθώς είχε υποσχεθεί στην Πόρσια να μην τα αποχωριστεί ποτέ. Όταν γυρίζουν στο Μπελμόντε, ταλαιπωρούν τους συζύγους τους, αλλά τελικά τους αποκαλύπτουν τη μεταμφίεσή τους. Όλοι καταλήγουν ευτυχισμένοι, εκτός από το Σάιλοκ, καθώς ο Αντόνιο τελικά μαθαίνει ότι τα πλοία του δε βυθίστηκαν και γύρισαν στη Βενετία.

Το ζήτημα του αντισημιτισμού του έργου [Επεξεργασία]

Δεν υπάρχουν σχόλια: